Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2019

«Λεφτοκαράκια έφαγα, μα λεφτεριά δεν είδα»


Ήμουνα ορφανό παιδί, είχα και χήρα μάνα,
κι η μάνα μου με νοίκιασε σε άντρα μεγιστάνα.

Αφέντευε εννιά χωριά και δεκαπέντε κάστρα,
κι η μάνα μου εμέτραγε τον χρόνο χίλια πιάστρα.

Του αφέντη μου έτυχε χαρά, εγάμωνε τον γιο του,
και σερβιτόρο με έβαλε στο πλούσο μέγαρό του.

Απ' το πολύ το κέρασμα, κι από το σύρε κι έλα,
συντρόμαξαν τα χέρια μου, σπω την καλή πιατέλα.

Με βάλανε στη φυλακή να κάνω πέντε μήνες,
μα παραπέσαν τα κλειδιά και σέρνω πέντε χρόνια.

Λεφτοκαρυά εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα, 
λεφτοκαράκια έφαγα, μα λεφτεριά δεν είδα.



Από Θρακιώτικο τραγούδι στο αρχείο του Βαγγέλη Δημούδη,
του το τραγούδησε στο Κίτρος Πιερίας το 1977,
πρόσφυγας με καταγωγή από το χωριό Μπάνα (Banevo)
κοντά στο Μπουργκάς (Πύργο) της Βόρειας Θράκης.



Εγώ είμαι o____εγώ 'μαι ορφανό πιδί,
είχα και χήρα μάνα, είχα και χήρα μάνα, 
και η μάνα μου, και η μάνα μου μι στοίχησι
σ’ έναν καλό αφέντη, σ’ έναν καλό αφέντη.

Kι αφέντης μου είχι χαρά, παντρεύει τουν υγιό του
και μ’ έβαλαν γιά να κιρνώ μ’ ένα χρυσό ποτήρι.
’Που του πουλύ του κέρασμα, ’που του πουλύ του γλέντι, 
συντρόμαξαν τα χέρια μου κι ίπεσι του ποτήρι.
Ούτι σι πέτρα χτύπησι, ούτι σι καλντιρίμι, 
μές στης κυράς μου την πουδιά χίλια κουμμάτια γίν’κι.
Mι βάλανι στη φυλακή να κάμου πέντι μήνις
κι παραπέσαν τα κλειδιά κι κάμου πέντι χρόνια.
Λεφτοκαρυά εφύτεψα στης φυλακής την πόρτα, 
λεφτοκαράκια έφαγα μα λεφτεριά δεν είδα.


και μια εξωραϊστική εκδοχή
ενός ιστορικού τραγουδιού,
τότε που νοίκιαζαν παιδιά λόγω φτώχειας,
και που ο φτωχός μπορούσε να κάνει
φυλακή παραπάνω καιρό 
για ασήμαντη αφορμή
και παραδειγματισμό.


Εγώ ‘μαι ορφανό παιδί, έχω και χήρα μάνα,
η μάνα μου με στοίχισεν σ’ έναν καλόν αφέντη.
Αφέντης μου εν’ πραματευτής εν’κι’ άξιο παλληκάρι,
αφέντης μου κάνει χαρά, χαράν και πανεγύρι.
Μένα με κάνει καλεστή, για να καλώ τον κόσμο,
εκάλεσεν εννιά χωριά και δεκαπέντε κάστρα.
Μένα με κάνει κεραστή για να κερνώ τον κόσμο,
κι’ απ’ το πολύ το κέρασμα, το σύρε και το φέρε,
το χέρι μου ραίστηκε, και πέλ’ σα το ποτήρι.
Ουδέ στη γήν εβάρεσε, ουδέ στο καλντιρίμι,
Μόν’ σε μιας κόρης γόνατο, σε μιας κόρης ποδάρι.
Η κόρ’ ήτανε όμορφη, ήταν καγκελοφρύδα,
τα ματοτσιναράκια της σαν της ελιάς το φύλλο.




τραγούδι που έμαθα από την Κατερίνα Δούκα

2 σχόλια:

  1. Απαντήσεις
    1. Λεφτοκαριά, που παρηχεί με λεφτεριά
      τη λευτεριά δεν έφερε, κι ας μάζευε
      η μάνα του λεφτά από το νοίκι,
      ο αφέντης αποδείχτηκε μνησίκακο καθίκι.

      Διαγραφή