Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Fair play = ευ, ή δικαίως αγωνίζεσθαι; (γιατί δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα;)

πώς μεταφράζεται στα αρχαία ελληνικά το fair play και η sportsmanship/sportswomanship/sportspersonship?

Δεν μαρτυρείται έναρθρο απαρέμφατο "το ευ αγωνίζεσθαι", κατά "το λακωνίζειν", το οποίο και θα σήμαινε "το να αγωνίζεται κανείς καλά, εξαίρετα, μαχητικά, να διατηρεί το αγωνιστικό ιδεώδες". Το ευ αγωνίζεσθαι, ως fair play, είναι καθαρεύουσα, νέα ελληνικά, και όχι αρχαία.
..Σωτᾶν Λύκου τῆς ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας ἧς ἐποήσατο ὑπὲρ τοῦ δήμου, εὖ ἀγωνισάμενος πρὸς τοὺς Γαλάτας (Priene 74, 40) ...τον Σωτά, γιο του Λύκου, για την γενναιότητα και την ανδραγαθία που έκαμε προστατεύοντας τον δήμο της Πριήνης, μαχητικά αγωνιζόμενος κατά των Γαλατών. 
...διὰ τῶν εὖ ἀγωνισαμένων χορῷ Διονυσιακῷ (IG II² 3112) που διαγωνίστηκαν εξαίσια για διονυσιακό χορό.
Το επίρρημα ευ δεν έχει απόλυτη αξία, αλλά επηρεάζεται από τα συμφραζόμενα και τον λεκτικό τύπο. Στον Λυσία υπάρχει το "κακῶς ἀγωνισάμενον", που σημαίνει "έχασε τη δίκη", και αντίστοιχα με το εὖ, θα μεταφραζόταν "την κέρδισε". Το ευ μπορεί να εκφράζει ποσότητα, ποιότητα (ηθική ή υλική), επιτυχία ή ευκολία. Αν υπήρχε τύπος ευαγώνιστος, το αντίθετο του δυσαγώνιστος, θα σήμαινε εύκολο αντίπαλο, ευκατάβλητο.

Και πάμε στην sportsmanship που μεταφράζεται αθλητικό πνεύμα ή ευγενής άμιλλα. Και αυτές οι φράσεις λείπουν από τα αρχαία ελληνικά. Νεολογισμοί επίσης, του 19ου αιώνα, είναι τα αθλητισμός, ολυμπισμός, ολυμπιακό ιδεώδες και αθλητική ιδέα.  Για το αθλητικό πνεύμα, θα καταλάβαινε ο αρχαίος, αγωνιστικό πνεύμα του αθλητή, και η ευγενής άμιλλα, που εμείς εννοούμε ευγενικό, ηθικό συναγωνισμό, θα μεταφραζόταν "ευ-γονικός", γενναίος διαγωνισμός των αρίστων. Οι λέξεις ανταγωνισμός, διαγωνισμός, συναγωνισμός δεν υπάρχουν στα αρχαία, απλώς έλεγαν ἅμιλλα λόγου,δρόμου,αλκής, ἁμιλλάομαι, ἁμίλλημα, ἁμιλλητήριον τόπος διαγωνισμού. Πλουτάρχου: συνεκκαίει τὸν θυμὸν ἡ μετ' ἀλλήλων ἅμιλλα καὶ τὸ φιλόνικον συγκαίει την ψυχή ο μεταξύ τους ανταγωνισμός και η αγάπη της νίκης. Αριστοτέλους:  ὅπου γὰρ ἅμιλλα, ἐνταῦθα καὶ νίκη ἔστιν: διὸ καὶ ἡ δικανικὴ καὶ ἡ ἐριστικὴ ἡδέα τοῖς εἰθισμένοις καὶ δυναμένοις. όπου υπάρχει συναγωνισμός, εκεί και νίκη: για αυτό η δικανική και εριστική τέχνη είναι ευχάριστα πράγματα στους εξοικειωμένους και ικανούς. Ησυχίου: ἁμιλλότεροι, οἱ ἐπιπλέον ἐρίζοντες. Ετυμολογία της ἅμιλλας, ἅμα, ταυτόχρονα, μαζί, + είτε ἴλλω, πλέκω, συμπλοκή, είτε  επίθημα -ιλ- + κατάληξη -jα. Παράβαλε το λατινικό simultas, διαμάχη, εκ του simul, ταυτόχρονα.

Το αριστοτέλειο που κυκλοφορεί πως άμιλλα είναι η τάση να φτάσει κανένας τον άλλον που τον θαυμάζει ή και να τον ξεπεράσει, χωρίς να αισθάνεται φθόνο αν ο άλλος τον ξεπερνάει, είναι διασκευή από τη Ρητορική, περί ζήλου και φθόνου : διὸ καὶ ἐπιεικές ἐστιν ὁ ζῆλος καὶ ἐπιεικῶν, τὸ δὲ φθονεῖν φαῦλον καὶ φαύλων·  γιαυτό, άλλωστε, και η ζηλοτυπία είναι καλό πράγμα και χαρακτηρίζει τους καλούς ανθρώπους, ενώ ο φθόνος δεν είναι καλό πράγμα και χαρακτηρίζει ανθρώπους κατώτερης αξίας (μτφ. Λυπουρλής, που καλύτερα ήταν να άφηνε τον ζήλο αντί της παθολογικής ζηλοτυπίας) και γι' αυτό η άμιλλα είναι ευγενικό συναίσθημα που το συναντούμε στους καλούς ανθρώπους, ενώ ο φθόνος είναι κακό και το βρίσκουμε στους μοχθηρούς. (μτφ. Ηλιού) Emulation therefore is virtuous and characteristic of virtuous men, whereas envy is base and characteristic of base men. (J.S. Freese) Το emulation,  θα μπορούσε να μεταφραστεί και μιμητικός ζήλος, επειδή είναι ομόρριζο με το imitation, το οποίο βάζει και ένα ενδιαφέρον ψυχολογικό ζήτημα: "η άμιλλα ξεκινά από τη μίμηση".

Καλά κάναμε και αλλάξαμε, λοιπόν, την αρχαία έννοια, αποκτώντας τέσσερις λέξεις με διαφορετική ηθική διαβάθμιση, άμιλλα, διαγωνισμός, συναγωνισμός, ανταγωνισμός. Απλώς να γνωρίζουμε ότι η έννοια της είναι νέα, και όχι αρχαία ελληνική, υπό την επίδραση του αθλητισμού της εποχής μας.

Όσον αφορά το fair play, μπορείς να πεις ευ αγωνίζεσθαι, λόγω χρήσης, αλλά ενδέχεται να σημαίνει απλώς αγωνιστικό πνεύμα. Ακριβείς μεταφράσεις: 1) δικαίως αγωνίζεσθαι, 2) τιμίως ή εντίμως αγωνίζεσθαι, αρκεί να ξέρουμε ότι στα αρχαία τίμιος είναι ο πολύτιμος, αξιότιμος, δαπανηρός, και θα μεταφραζόταν "αυτός που αγωνίζεται για το γόητρο, τις τιμές, τα βραβεία, τις απολαβές". 3) ευ συναγωνίζεσθαι ή ευ συναθλείσθαι ή ευ συναθλητεύειν· και αυτές οι φράσεις δεν υπάρχουν στα αρχαία ελληνικά, το ευ συναγωνίζομαι, μάλιστα, θα σήμαινε βοηθώ, συμπολεμώ γενναία. 4) τίμιο, δίκαιο, καθαρό παιχνίδι, 5) συναθλητισμός, συναθλητικό πνεύμα, αλληλεγγύη, να σέβεσαι, να συμβιώνεις αρμονικά με τον συναθλητή σου.


Οκτώ βασικά σημεία του αρχαίου ελληνικού αδίκως, βιαίως, ή 
κατά φύσιν αγωνίζεσθαι.


1) Οι διοργανωτές ήταν και κριτές· και αρχικά με κληρονομικό δικαίωμα, αργότερα οι ελλανοδίκες εκλέγονταν ή κληρώνονταν από τους συμπολίτες τους· δεν αναπτύχθηκε αυτόνομα ο θεσμός του διαιτητή και των κανονισμών.
2) Η βράβευση ήταν αμετάκλητη, ακόμη και αν μετά φανερωνόταν δωροδοκία. Απλώς, οι εμπλεκόμενοι πλήρωναν πρόστιμο, τις λεγόμενες Ζάνες, αγάλματα.
3) Αν κάποιος αθλητής έκανε παράβαση, όπως να προτρέξει στην εκκίνηση, κάτι φυσιολογικό, μαστιγωνόταν "ἐν τοῖς ἀγῶσι τοὺς προεξανισταμένους ῥαπίζουσι". Οι Σπαρτιάτες, βέβαια, είχαν το μαστίγωμα για άθλημα, και όποιος άντεχε μπροστά στο βωμό ανακηρυσσόταν βωμονίκης.
4) Στην ιπποδρομία ολυμπιονίκης ανακηρυσσόταν ο ιδιοκτήτης του άρματος και όχι ο ηνίοχος. Ο Λίχας....τὸν δὲ ἡνίοχον νικήσαντα ἀνέδησεν αὐτὸς ταινίᾳ: καὶ ἐπὶ τούτῳ μαστιγοῦσιν αὐτὸν οἱ Ἑλλανοδίκαι....
5)  Δεν υπήρχε κατάταξη των αθλητών κατά βάρος στα αθλήματα σύγκρουσης. 
6) Επιτρέπονταν αυτά που σήμερα καταδικάζουμε ως αντιαθλητικά και φονικά χτυπήματα. Ειδικά στο παγκράτιο ή παμμαχία απαγορευόταν μόνο το δάγκωμα, (οι Σπαρτιάτες το επέτρεπαν μεταξύ τους), και η εξόρυξη των οφθαλμών. Ο στραγγαλισμός και ο φόνος του αντιπάλου επιτρεπόταν, και η ακύρωση μια τέτοιας νίκης ήταν στη δικαιοδοσία των κριτών· ο πύκτης Δαμόξενος χάνει τη νίκη από τον νεκρό Κρεύγα, όχι επειδή τον σκότωσε, αλλά γιατί στην "παράταση" ἀντὶ μιᾶς (όπως είχαν συμφωνήσει) κεχρημένον πολλαῖς ἐς τὸν ἀντίπαλον  πληγαῖς.
7) Δεν υπήρχε χρόνος και γύροι, εκτός αν αποφάσιζαν τη λήξη οι κριτές πριν την παράδοση του ηττημένου σηκώνοντας το δάχτυλο. Με αποτέλεσμα ένας αγώνας με ισάξιους αντιπάλους να διαρκεί ώρες ή να οδηγεί στην απώλεια ζωής του λιγότερου δυνατού, όταν μάλιστα ο τελευταίος είχε μεγαλώσει με αίσθηματα πατριωτικής ντροπής, "καλύτερα να πεθάνω παρά να γυρίσω ντροπιασμένος." "καλόν ἐντάφιον ἐν Ὀλυμπίᾳ".
8) Σημασία έχει η πρωτιά, ντροπή στον ηττημένο· από τον όγδοο Πυθιόνικο "των Πυθίων οι κριτές δεν επέτρεψαν σ' αυτούς μια ευτυχισμένη και λαμπρή επιστροφή στη χώρα τους, όπως σ' εσένα. Ένα γλυκό χαμόγελο δεν άκουσαν από τη μητέρα τους εκείνοι. Και στους στενούς τους δρόμους συνωστίζονται, για να αποφεύγουν το βλέμμα των εχθρών τους" (μτφ. Λαζανά) 

Με βάση τα παραπάνω ακόμη και το νομίμως αγωνίζεσθαι, παρμένο από του Απ. Παύλου το οὐ στεφανοῦται ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ, δεν σημαίνει και δικαίως αγωνίζεσθαι. 
Αθλητικοί ιστορικοί, όπως οι Manfred LämmerIngomar Weiler, David Young και άλλοι έχουν λύσει  τον μύθο ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι εφευρέτες του fair play. Κατά τον αρχαιολόγο Paul Veyne, προσπαθούσαν να μιμηθούν την βιαιότητα του πολέμου, ενώ κατά τον αθλητικό κοινωνιολόγο Eric Dunning βασίζονταν στο πολεμικό ήθος της τιμής παρά της δικαιοσύνης. (Lectures for the XXIst Century, pg 65
Κατά την υπερχιλιετή διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, δεν γνωρίζουμε κανένα παράδειγμα fair play στην πυγμαχία. Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν κανόνες του Κουίνσμπερυ, παρά την προσπάθεια ρομαντικών ερευνητών (Sport in Ancient Time pg 69 by Nigel B. Crowther)
Δεν είναι τυχαίο ότι με δυσκολία βρίσκεις ολυμπιονίκη φιλόσοφο. Ένας πυγχάγος από την Αίγυπτο, ονόματι Ώρος, αναφέρεται ως νικητής στα Ολύμπια της Αντιόχειας το 364, και αργότερα στράφηκε στην κυνική φιλοσοφία. Ή έστω, μία ιστορία, ένα ρητό ηθικής, κοινωνικής αξίας ενός ολυμπιονίκη, όπως έχουν τόσοι φιλόσοφοι και πολιτικοί της Αρχαίας Ελλάδας. Για αυτό και στο άρθρο το ευ αγωνίζεσθαι, το αληθινό νόημα του Ελληνικού Αγωνιστικού Πνεύματος, αποφεύγεται η φράση fair play, και επικεντρώνεται στο αγωνιστικό ιδεώδες και άλλες ρητορικές ερμηνείες.  Έδωσαν, όντως, οι αρχαίοι Έλληνες την αγωνιστική κουλτούρα, το πείσμα για την νίκη, όχι όμως τον δίκαιο αγώνα, με βάση την σημερινή ηθική.

Και γεννιέται το ερώτημα: γιατί οι αρχαίοι έλληνες, ενώ προόδευσαν ηθικά στην πολιτική, στο φιλοσοφία, στο θέατρο, στην ποίηση, στην παιδεία, έμειναν στάσιμοι στο ηθικό μέρος του αθλητισμού; Ακριβώς γιατί οι αγώνες είναι μυκηναϊκό κατάλοιπο μιας πολεμικής, ηρωικής κοινωνίας, όπου λείπει η φιλοσοφία, ο διάλογος, ο κοινωνικός αυτοέλεγχος, η αμφισβήτηση της παράδοσης και των θεσμών, αυτά που γεννήθηκαν στην Ιωνία και την Αθήνα. Αν ξεκινούσαν οι αγώνες λ.χ. από τον Περικλή, θα ήταν διαφορετικοί. Και μόνο η ημερομηνία 776 π.Χ. στο τέλος των σκοτεινών χρόνων, μέσα σε πολιτισμική αφάνεια, κάτι δείχνει. Ποτέ δεν σταμάτησαν οι πόλεμοι, άρα ήταν χρήσιμοι οι αγώνες στην πολεμική αγωγή και εκπαίδευση: εἰς τοὺς πολέμους χρήσιμα, απαντά ο  Σόλωνας στον Ανάχαρση που απορεί με τη βία στα γυμνάσια και τους αγώνες. Στον πόλεμο και βαρύτερους αντιπάλους θα αντιμετωπίσεις, και δεν πρόκειται να σου χαριστεί ο αντίπαλος για κανένα fair play.

Δεύτερος λόγος, η εριστική συμπεριφορά και το δολίως, τεχνηέντως, ευρηματικώς αγωνίζεσθαι είναι και αυτές αρχαίες παραδόσεις. Έτσι ξεκινά η Ιλιάδα, με την μήνιν του Αχιλλέα με τον Αγαμέμνονα, και κλείνει με τον δούρειο ίππο και τα τεχνάσματα του Οδυσσέα. Είναι τόσο συχνά, που προκαλεί έκπληξη αν σε μεταγέστερες ιστορίες, είτε μυθολογικές, είτε πραγματικές, λείπει από ελληνικούς θεούς και ανθρώπους το ευ ερίζειν και το ραδίως αγωνίζεθαι. Πάνω από όλα η νίκη και η δόξα, αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων, αυτό προκαλεί βέβαια έριδες, δεν είναι τυχαίο ότι φιλονικία σημαίνει και καυγάς· είναι ζήτημα αν υπάρχει σε άλλη γλώσσα αυτό.

Τρίτος λόγος είναι ότι δεν αναπτύχθηκε, αφού δεν επισημοποιήθηκε στους αγώνες, ο ομαδικός αθλητισμός, αλλά απλώς περιορίστηκε σε παιδιά, αθλοπαιδιά, παιχνίδι. Η γέννηση του fair play συνέπεσε με την άνοδο των ομαδικών αθλημάτων της εποχής μας. Επειδή μάλιστα δεν έχουν την ιστορική αίγλη του στίβου, περιφρονούνται από τους oλυμπιστές, ο Κουμπερτέν θεωρούσε πρότυπο τον ατομικό αθλητή, ενώ τα ομαδικά είναι ηθικά ανώτερα κοινωνικοποιώντας τον συναθλούμενο και συμπαίκτη, τη στιγμή που τα ατομικά απομονώνουν. Και οι Έλληνες ήταν και είναι εξαιρετικά εγωιστές, δύσκολα συνεργάζονται, δύσκολα μοιράζονται τις νίκες και τη δόξα.

Και τέταρτος λόγος, η απουσία δυναμικής αθλητικής διανόησης. Επικρίνουν μεν οι διανοούμενοι και φιλόσοφοι, μέχρι και γιατροί, την ανταγωνιστική βία, τη μυική υπερπλασία, τις υπερβολές των αθλητών, αλλά δεν δίνουν προτάσεις αναμόρφωσης των αγώνων και επιβολής συναθλητικών κανονισμών. Προτάσεις, βέβαια, όπως να έμπαιναν ομαδικά παιχνίδια σφαίρας (ball games) στους αγώνες θα προσέκρουαν στην απορία "σε τι χρησιμεύουν στον πόλεμο;"

4 σχόλια:

  1. Serious sport has nothing to do with fair play.
    It is bound up with hatred, jealousy, boastfulness,
    disregard of all rules and sadistic pleasure in witnessing violence.
    In other words, it is war minus the shooting.”

    George Orwell

    Τα σοβαρά αθλήματα δεν έχουν σχέση
    με το fair play. Είναι δεμένα με το μίσος, την ζήλια, την καυχησιά,
    την παράβλεψη όλων των κανόνων και την σαδιστική ευχαρίστηση
    παρακολούθησης της βίας. Με άλλα λόγια είναι πόλεμος δίχως πυροβολισμούς.

    Τζορτζ Όργουελ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. :-) χρειαζόμαστε, λοιπόν, περισσότερη
    ελαφρότητα εμπνεόμενοι από
    πολιτισμένα και φιλικότερα στον άνθρωπο ολυμπιακά αθλήματα, όπως,

    βόλλεϋ, τέννις, πινγκ-πονγκ, μπάντμιντον, συγχρονισμένη κολύμβηση,
    καταδύσεις, και ρυθμική γυμναστική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ολυμπιακοί αγώνες, αλλά Olympic Games, Olympische Spiele, Jeux olympiques...: "εδώ είναι Μπαλκάνια, δεν είναι παίξε- γέλασε" ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Οι Ρωμαίοι έλεγαν agones, certamina (contests)
    και ludi ή lusi (games), και οι γερμανοκέλτες
    επέλεξαν το τρίτο, ludicrous games,
    not agonizing, γελοία, όχι αγωνιώδη

    ακόμη και τώρα, τα Βαλκάνια αγωνιούν
    και αυτοί γελούν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή