Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρομαντισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρομαντισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Χειμερινό πέταγμα παιδικής ψυχής

...μια ανάσα απ' την αστείρευτη εσωτερική του Χειμώνα δύναμη...

wiki/Walking in the Air, lyrics&music: Howard Blake
film wiki/The_Snowman, 1982. animator: Raymond Briggs
Full 26 mins animation introduced by David Bowie

We're walking in the air, we're floating in a moonlit sky
The people far above are sleeping as we fly
I'm holding very tight, I'm riding in a midnight blue
I'm finding I can fly, so high above with you

Far across the world, the villages go by like trees
The rivers and the hills, the forests and the streams

Children gaze open mouth, taken by surprise
Nobody down below believes their eyes

We're surfing in the air, we're swimming in the frozen sky
We're drifting over ice, mountains floating by

Suddenly swooping low on an ocean deep
Arousing of a mighty monster from its sleep

We're walking in the air, we're floating in a midnight sky
And everyone who sees us, greets us as we fly
I'm holding very, holding very tight, I'm riding in a midnight blue
I'm finding I can fly, so high above with you

(στίχοι για τραγούδι)

Πετάμε στον αέρα στη φεγγαρόλουστη νυχτιά
κοιμούνται οι μεγάλοι από κάτω τώρα πια βαθιά
Σφιχτά κρατώ εσένα, ιππεύω μεσονύχτιο μπλε
Μαθαίνω να πετάω χιονάνθρωπέ μου αδερφέ

Απάνω από τον κόσμο σαν δέντρα φεύγουν τα χωριά
ποτάμια και οι λόφοι, τα δάση και τα ρέματά
Στόμα ανοίγουν παιδιά, ξαφνιασμένα κοιτούν
Δεν πιστεύει κανένα, τα μάτια απορούν

Στο κύμα του αέρα στον παγωμένο ουρανό
τα δυο μας κολυμπάμε και δίπλα πλέει ενά βουνό

Ξαφνικά εφορμώντας στον ώκεανό
τέρας φόβερο ξύπνησαμ' άπ' τον βυθό

Στο κύμα του αέρα στο μεσονύχτιο ούρανό
τα δυο μας χαιρετάμε κάθε φτωχό περαστικό
Σφιχτά κρατώ εσένα, ιππεύω μεσονύχτιο μπλε
Μαθαίνω να πετάω χιονάνθρωπέ μου αδερφέ

Χορωδία Πειραματικού Σχολείου  Πανεπιστημίου Μακεδονίας
(στίχοι: Ζωή Τσιλίκη)

Άκου μια προσευχή χαρμόσυνα αντιλαλεί
τα σύμπαντα ηχούν αγάπη η ψυχή ποθεί
η φύση ανυμνεί, οι άγγελοι δοξολογούν
τον μέγα λυτρωτή...

Οι άνθρωποι ζητούν ειρήνη, ελπίδα, φως, χαρά
αγάπη στην καρδιά, στον κόσμο μια παρηγοριά
Μίλησε στην καρδιά μας γλυκέ Ιησού
Χάρισε θείο φως, ουράνια χαρά.

....it' a pity that I can't google versions and lyrics in more languages...

but a sequel of The Snowman just popped out :-)

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Ξώρηγας και Προαίσθημα (Elfking and Presentiment)

Carl Gottlieb Peschel

 (en.wiki. Der Erlkönigde: Erlkoenig (Ballade)

(Lyrics: Goethe 1782, music: Schubert 1815 /orchestration: Berlioz
                                     
                                       
Wer reitet so spät durch Nacht und Wind? 
Ποιός ιππεύει τόσο αργά μέσα από νύχτα κι αγέρα;
Es ist der Vater mit seinem Kind;
Είναι ο πατέρας με το παιδί του·
Er hat den Knaben wohl in dem Arm,
Έχει τ' αγόρι καλά στην αγκαλιά
Er faßt ihn sicher, er hält ihn warm.
Το σφίγγει ασφαλές, το κρατάει ζεστό

Mein Sohn, was birgst du so bang dein Gesicht?
Γιέ μου, τί κρύβεις τόσο ανήσυχος το πρόσωπό σου;
Siehst, Vater, du den Erlkönig nicht?
Δεν βλέπεις πατέρα τον Ξωβασιλιά;
Den Erlenkönig mit Kron und Schweif
Τον Ξωβασιλιά με κορώνα και ουρά;
"Mein Sohn, es ist ein Nebelstreif.
Γιέ μου, αυτό είναι ομίχλης ταινία

Du liebes Kind, komm, geh mit mir!
Σύ γλυκό παιδί, έλα, πάε μαζί μου
Gar schöne Spiele spiel' ich mit dir;
πολύ ωραία παιχνίδια θα παίξω μαζί σου
Manch bunte Blumen sind an dem Strand,
Μερικά πολύχρωμα άνθη είν' στην ακτή.
Meine Mutter hat manch gülden Gewand.
Η μάνα μου έχει κάμποση χρυσή στολή.

Mein Vater, mein Vater, und hörest du nicht,
Πατέρα μου, πατέρα, και δεν αφουγκράς,
Was Erlenkönig mir leise verspricht? 
τί ο Βασιλιάς των Σκλήθρων μου τάζει σιωπηλά;
Sei ruhig, bleibe ruhig, mein Kind;
Να 'σαι ήρεμο, μείνε ήσυχο, παιδί μου
In dürren Blättern säuselt der Wind.
σε ξερά φύλλα θροΐζει ο αγέρας.

Willst, feiner Knabe, du mit mir gehen?
Θέλεις, ωραίο αγόρι, με μένα να πας;
Meine Töchter sollen dich warten schön;
Οι κόρες μου εσένανε γλυκά καρτερούν 
Meine Töchter führen den nächtlichen Reihn,
Της νύχτας τον χορό αυτές οδηγούν
Und wiegen und tanzen und singen dich ein.
κουνιούνται, χορεύουν και εσέ νανουρούν

Mein Vater, mein Vater, und siehst du nicht dort,
Πατέρα μου, πατέρα, και δεν βλέπεις εκεί,
Erlkönigs Töchter am düstern Ort?
του Ξώρηγα τις κόρες σε θέση σκοτεινή;
Mein Sohn, mein Sohn, ich seh' es genau:
Παιδί μου, παιδί μου, το βλέπω εμφανές:
Es scheinen die alten Weiden so grau 
στράφτουν οι γέρικες ιτιές γκριζωπές

Ich liebe dich, mich reizt deine schöne Gestalt;
Σ' αγαπώ, με ερεθίζει η καλή σου μορφή
Und bist du nicht willig, so brauch ich Gewalt. 
κι αν δεν είσαι πρόθυμος, βία χρειάζομ' ορμή
Mein Vater, mein Vater, jetzt faßt er mich an!
Πατέρα μου, πατέρα, τώρα μ' αγγίζει αυτός!
Erlkönig hat mir ein Leids getan! 
Τo Αρχιξωτικό μού 'χει κάνει κακό!

Dem Vater grauset's, er reitet geschwind,
Τρομάζει ο πατέρας, ιππεύει γοργά
Er hält in Armen das ächzende Kind,
κρατά στην αγκαλιά το παιδί που βογγά
Erreicht den Hof mit Müh' und Not;
Φτάνει στην αυλή με κόπο κι ανάγκης καημό
In seinen Armen das Kind war tot.
Στα χέρια του ήταν το παιδί του νεκρό

~~~~


((animation: 

Ben Zelkowicz (video), Georg WeidenbachCollins Abbot White))

άλλες μεταφράσεις


Ζαν Μορεάς,  Το εξωτικό: Ποιός τα μεσάνυχτα καβαλικεύει;


Γεώργιος Βιζυηνός,  Άλφος: Ποιός λάμνει έτσι ξώρας στα σκότη, στ' αγριοκαίρι;



Για το βάλλισμα/μπαλάντα του Γκαίτε ο γερμανομαθής Βιζυηνός κρίνοντας όσους τον είπαν εξωτικό ή βουρκόλακα, όπως λέει, τον μεταφράζει Άλφο, από το elfξωτικό στα αγγλικά, γερμανικά, ολλανδικά, και alf, alv, alb, alp σε άλλες τευτονικές γλώσσες και διαλέκτους, που πιθανόν να σήμαινε λευκό πνεύμα (λατ. albus, αρχ.ελλ. ἀλφός· alphos, αλφισμός, Αλφιτώ, Alphito, "Αλευρού", αρχαία λάμια, μπαμπούλας). Ξώρηγας και ο Alberichalber + rex του Νιμπελούγκεν, ενώ Albtraum ("ξώνειρο") ο εφιάλτης.


Ο Ερλκένιχ είναι παράφραση και δάνειο στα γερμανικά προϋπάρχοντος δανέζικου μύθου αποτυπωμένου αρχικά στο ανώνυμο ποίημα Elverskud, 1739 (Elf-shot)/Herr Oluf han rider, (Master Oluf he rides), μεταφρασμένο το 1778 από τον Johann Herder σε Erlkönigs Tochter (Elfking's daughter). Εκεί τον κακό ρόλο έπαιζε του Ξώρηγα η κόρη "Elverkongens Datter", (Elfenkönigs Tochter), στέλνοντας θανατικό στον Όλoφ επειδή αρνήθηκε να χορέψει στο δάσος μαζί της ενώ πήγαινε στον γάμο του—επιγάμιος φθόνος και γαμήλια πίστη μέχρι θανάτου...τώρα κάνουμε και μπάτσελορ, άνευ συζύγου προγαμιαίο χορό—Ένας λόγος που αντί για Elf-könig επιλέχτηκε ο τύπος Erl-könig ήταν για να συνδεθούν τα βόρεια ξωτικά, όπως σε μας οι Δρυάδες, με δέντρα, τις σκλήθρες/σημύδες, eng. alders, fr. aulnes, ger. Erlen, dan. elle(περισσότερα en.wi.Erlking)


Λέγεται πως ο Γκαίτε εμπνεύστηκε τη μπαλάντα διανυκτερεύοντας στο πανδοχείο Πράσινο Έλατο στην Ιένα της Θουριγγίας. Τότε είδε σκιά να καλπάζει στη νύκτα, και το πρωί έμαθε πως αγρότης από το Κούνιτς πήγαινε τον γιο του στον γιατρό του Πανεπιστημίου. Γι' αυτό και σε αυτή την διαδρομή, σε όχθη του ποταμού Ζάαλε, είναι στημένο άγαλμα του Ερλκαίνιχ· στο δεξί χέρι κανονικά κρατάει σπαθί, άλλα γνωστοί άγνωστοι, ίσως παιδιά εκδικητές, του το αφαιρούν· έπρεπε βέβαια να συνυπήρχε ο καβαλάρης πατέρας.

Νύχτα, λοιπόν, της 22ας Ιουλίου του 1782 στη Βαϊμάρη, δίπλα στο κάστρο Τίφουρτ, στις όχθες του ποταμού Ιλμ της Θουριγγίας, πρωτοπαρουσιάζει ο Γκαίτε τον Ξωβασιλιά εντάσσοντάς το ως εισαγωγή σε Singspiel, ("θεατρωδία", γερμανική όπερα), με τον τίτλο Die Fischerin, Η ψαρού. Η Dortchen/Δωροθέα, που το τραγουδά, κόρη ενός ψαρά, αρραβωνιάζεται τον επίσης ψαρά Niklas. Επειδή πεθερός και γαμπρός αφοσιώνονται στην ψαρική παραμελώντας την Δωροθέα, εκείνη αποφασίζει να σκηνοθετήσει τον πνιγμό της. Με φανούς μες στη νύχτα την αναζητούν και ευτυχώς εμφανίζεται. Όλα αυτά σε μουσική και ερμηνεία από την συνθέτρια και τραγουδίστρια Corona Schröter, στον ρόλο της Ντόρτχεν. Γερμανικό διαφημιστικό της παραποτάμιας όπερας, και μερικοί στίχοι:



Wer soll Braut sein? Ποιά θα πρέπει νύφη να γίνει;
Eule soll Braut sein. Η κουκουβάγια νύφη πρέπει να γίνει
Eule sprach Η κουκουβάγια μίλησε
Hinwieder zu ihnen zu beiden: ξανά και στους δυο μαζί:
Ich bin eine sehr gräßliche Frau, Εγώ είμαι μια πολύ κακιά γυναίκα,
Mag die Braut nicht sein.. Δεν μ' αρέσει η νύφη να γίνω...
~~~~

Διάφορες εκδοχές και ερμηνείες

1. Ρομαντική μεταφυσική περιόδου Sturm und Drang, Θύελλα και Ορμή, λαϊκή παράδοση, υποκειμενισμός και συναίσθημα απέναντι στον ανερχόμενο διαφωτισμό και ορθολογισμό της  μέσης ηλικίας με το μοτίβο της ενόρασης, χάρισμα που εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά και γέρους. Των ορθολογιστών το μυαλό αγνοεί τέτοια αλλόκοτα, γι' αυτό και ο πατέρας δεν τον βλέπει. Αυτή η πρωτόγονη ερμηνεία βαραίνει περισσότερο στην εποχή του 1780, όταν περισσότερος κόσμος πίστευε σε υπερφυσικές οντότητες. Πάντως στην εποχή μας, ο Erlking έγινε Erkling στον Χάρη Πότερ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις ξωτικές παραδόσεις, που αναφέρει και ο Βιζυηνόςκλέπτουσι τα καλλίμορφα των ανθρώπων τέκνα και εγκλείοντες αυτά εντός των πλήρων χρυσού και αδαμάντων υπογείων αυτών κατοικιών, τα περιποιούνται μετά της μεγίστης στοργής και συμπαθείας. Μόνον εάν συμβεί να επανακτήσωσιν οι υπερευτυχείς γονείς το αρπαγέν τέκνον των, τότε μόνον, νεμεσούντες κατά τούτων, το θανατώνουσι. Ή το παιδί έχει απαχθεί, και ο πατέρας για το καλό του δεν πρόκειται να το ξαναδεί, άρα πέθανε για αυτόν μεταφορικά, ή το πήρε πίσω και τον εκδικήθηκαν. 


2. Επιθανάτιο παραλήρημα, αγγελόσκιαγμα: επιδεινώνεται η υγεία του παιδιού τα μεσάνυχτα και το τρέχει ο πατέρας με το άλογο στο γιατρό. Κατά τη διαδρομή εκδηλώνει το παιδί το ύστατο παραλήρημα/ντελίριο γνωρίζοντας ήδη για τον Ξωβασιλιά από παραμύθια της γιαγιάς ότι εμφανίζεται ως προάγγελος θανάτου. Μέσα στην ένταση σκηνοθετεί υποσυνείδητα τις τελευταίες του στιγμές. Ο πατέρας προσπαθεί να το αρνηθεί.

3. Σκέψεις για σκηνοθετημένο θάνατο προσώπου που θεωρεί ότι παραμελείται, και ζητά περισσότερη προσοχή και αγάπη. Και το πρόσωπο αυτό αισθάνεται δικαίωση ακούγοντας την μπαλάντα και το τέλος της, "στό 'λεγα εγώ, δεν με πρόσεξες". Αυτή είναι η περίπτωση της Δωροθέας, που αγνοείται από την κριτική. Ο Ξωβασιλιάς ερμηνεύεται αυτόνομα από το αρχικό του συγκείμενο.

4. Παιδική κακοποίηση από παιδεραστή: τα γλυκόλογα κορυφώνονται στο ich liebe dich, mich reizt deine schöne Gestalt, σ' αγαπώ, με ερεθίζει/προκαλεί/εξάπτει η καλή σου μορφή! Ζαν Μορεάς: Μ' αρέσει η όψη σου, χρυσό μου αστέρι! Βιζυηνός: σε αγαπώ, μ' ανάφτουν οι ομορφιές σου, αγόρι! Από τη μία ζαχαρόλογα και υποσχέσεις του παιδοκακοποιού, και από την άλλη η αρχική γονεϊκή άρνηση, "ιδέα του είναι και παιδικές φαντασίες".

Παρένθεση: το ευρύτερο θέμα της παιδικής καταπίεσης και των σχέσεων παιδιού και ενηλίκου εμβαθύνει η περίπλοκη ταινία Δράκος με πρωταγωνιστή τον Τζον ΜάλκοβιτςThe Ogre, film 1996, (excerpts abcd) βασισμένη στο μυθιστόρημα Δράκος/Le Roi des aulnes/The Erlking 1970 του Μισέλ Τουρνιέ. Ο γάλλος Αμπέλ Τιφόζ* με αγάπη/εμμονή για τα παιδιά και τα ζώα, και καταπιεσμένο, εφιαλτικό ανήλικο παρελθόν κατηγορείται άδικα για βιασμό ενός κοριτσιού. Τότε ξεσπά ο πόλεμος και τον στέλνουν στην πρώτη γραμμή, όπου αιχμαλωτίζεται από τους γερμανούς που τον στέλνουν στην Ανατολική Πρωσία, δίπλα στο εξοχικό του Γκαίρινγκ. Εκεί ενθουσιασμένος βοηθά στην στρατολόγηση και εκπαίδευση της χιτλερικής νεολαίας, κρέας για τα κανόνια· Tiffauges* γαλλική πόλη όπου έγιναν παιδοκτονίες τον 15ο αιώνα. Η ταινία κλείνει με τον Άβελ σε βάλτο να κουβαλάει στους ώμους του ένα εβραιόπουλο. Γίνεται και ένας παραλληλισμός μεταξύ του τεκνοφόρου καβαλάρη πατέρα και του Αγίου Χριστοφόρου, που σε ποτάμι κουβάλησε τον Χριστό. Pédophore, la phorie - Male Maternity in Michel Tournier's: Le Roi Des Aulnes· ο Αβελ φέρει το σύνδρομο του μητρικού πατέρα. Good and evil as human possibilities in Michel Tournier’s Le Roi des Aulnes. Τέλος, ο Τουρνιέ έχει πει πως για κάθε γαλλάκι που μάθαινε γερμανικά ο Ερλκένιχ συμβόλιζε την ίδια τη Γερμανία.

5. Ξώνειρο..."και λουσμένο στον ιδρώτα το παιδί ξύπνησε"...από τον εφιάλτη ανηλίκου με φοβίες και δυσκολία πατρικής επικοινωνίας. Ένας αμερικάνος ψυχοθεραπευτής το ονόμασε σύνδρομο του Ξωβασιλιά με διαταραχές ύπνου και πατρική πείνα.  James M. Herzog(1980). Sleep disturbances and father hunger in 18- to 20-month-old boys: The Erlkoenig-Syndrome. (google book)

Παρένθεση: ψυχανάλυση του γερμανικού ρομαντισμού από τον Kenneth Scott Calhoon (1992) Fatherland: NovalisFreud, and the Discipline of Romance (και οι αρχές της ρομαντικής ιδέας) με κεφάλαιο The Politics of Infanticide: Goethe's "Erlkonig (η πολιτική ιδεολογία της παιδοκτονίας)  (google book) (summary) σελ. 170, φροϋδικό unheimlich/ανοίκειο, όταν ξενίζει, τρομάζει, μας "κάνει κακό"  κάτι που μέχρι πρότινος ήταν οικείο, σελ. 171,  άγχος ευνουχισμού από την αρχαϊκή φαλλική μητέρα πρότεινε ο Jean Bellemin-Noël, επειδή του τάζει όλο κοριτσίστικα πράγματα, λουλούδια, χρυσά ρούχα, χορούς, και νανουρίσματα.

6. Αδυναμία επικοινωνίας γονιού που πιστεύει ότι κάνει το σωστό, ή έχει επίσης ψυχανεμιστεί κάτι κακό, αλλα το απωθεί, το αρνείται, δεν θέλει να το σκέφτεται. Π.χ. σε "καλή οικογένεια" ενώ ο έφηβος δίνει μηνύματα με τον τρόπο του ότι κάτι δεν πάει καλά, ο γονιός τα παραβλέπει, "εμένα το παιδί μου είναι καλό, πάει καλά", έχει μείνει σε μια προηγούμενη εποχή του παιδιού. Ο δραματικός διάλογος και στα δύο ποιήματα είναι πιο σκληρός από το τελικό αποτέλεσμα.

7. Δικαίωση αυτόνομης παιδικής ανάπτυξης και ταχείας ωρίμανσης. "Αυτός που τα πιστεύει, αυτός και τα παθαίνει". Το παιδί έπαθε ό,τι έπαθε επειδή παρέμεινε παιδί, ανώριμο, σφιχτά στην αγκαλιά, στα "παραμύθια" τα παλιά, και στις φοβίες που "προφυλάσσουν'' από την συναισθηματική αυτονόμηση. 


Το Εξωτικό της Β' Λυκείου προτείνει τον Ερλκένιχ να διαβαστεί με τον τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού, τον Τυφλός Βασιλιά του Ludwing Uhland, και την Νύχτα του Όσσιαν· κάπως πιο κοντά είναι ο Ξυλοκόπος του Μαρτζώκη, αλλά το ακριβώς παράλληλο ποίημα στον Ξώρηγα είναι του αμερικάνου ρομαντικού William Cullen Bryant το


Presentiment (1837) Προαίσθημα



Oh father, let us hencefor hark, Ω πατέρα, ας φύγουμε από δω—γιατί άκου

A fearful murmur shakes the air. Φρικτό μουρμουρητό δονεί τον αέρα
The clouds are coming swift and dark:Τα νέφαλα έρχονται γοργά, σκοτεινά
What horrid shapes they wear!Τί απαίσιες μορφές που φορούν!
A winged giant sails the sky;Φτερωτός γίγαντας πλέει στα ουράνια
Oh father, father, let us fly!"Ω πατέρα, να φύγουμε!


"Hush, child; it is a grateful sound, Σώπα παιδί μου· ευχάριστος είναι ήχος
That beating of the summer showerΟ χτύπος καλοκαιριάτικης βροχής
Here, where the boughs hang close around, Εδώ που τα κλαδιά κρέμονται γύρω κοντά μας
We'll pass a pleasant hour, Θα περάσομεν εύθυμην ώραν
Till the fresh wind, that brings the rain, Ωσότου ο δροσός αγέρας που φέρνει βροχή
Has swept the broad heaven clear again."  Θα 'χει σκουπίσει τον πλατύ ουρανό ξανά καθαρό


"Nay, father, let us hastefor see, Όχι, πατέρα ας βιαστούμε—γιατί δες,
That horrid thing with horned brow,Eκείνο το απαίσιο κερατόφρυδο πράγμα 
His wings o'erhang this very tree, Tα φτερά του κρέμονται πάνω απ' το ίδιο το δέντρο μας, 
He scowls upon us now; αγριοκοιτά απάνω μας τώρα
His huge black arm is lifted high; το πελώριο μαύρο του μπράτσο σηκώνει ψηλά·
Oh father, father, let us fly!Ω πατέρα, ν' αποδράσουμε!


"Hush, child;" but, as the father spoke, "Σώπασε παιδί μου·" μα μόλις ο πατέρας μίλησε
Downward the livid firebolt came, προς τα κάτω η χλωμή φωτοβολίδα έφτασε,
Close to his ear the thunder broke, κοντά στ' αυτί του έσκασε ο κεραυνός,
And, blasted by the flame, και τιναγμένο απ' τη φωτιά
The child lay dead; while dark and still, τ' αγόρι στρώθηκε νεκρό· ενώ σκοτάδι και σιωπή
Swept the grim cloud along the hill. γλύστρησε το κακό νέφαλο προς το λόφο



8. Σκοτεινή πλευρά της φύσης, αυτό που συμβολίζει και ο Ερλκαίνιχ και οι λοιπές χλωμές ξωτικές ιστορίες: ανθρωπομορφία φυσικών φαινομένων και καταστροφών/ θεομηνιών. Ένας κεραυνός με γονεϊκή αμέλεια οδηγεί στο ίδιο θανατικό του παιδιού αποτέλεσμα. Ξανά εδώ οι ίδιες συμβολιστικές ερμηνείες: αδυναμία επικοινωνίας και αυτονομίας· ενώ το παιδί προαισθάνεται το κακό δεν φεύγει μόνο του, περιμένει την άδεια του γονιού.


Υ.Γ.
Όλα αυτά διαβάζονται διασκευαζόμενα και ανάποδα με το πέρασμα των ηλικιών: ο γέρος άρρωστος γονιός προειδοποιεί,  προαισθάνεται το κακό, και τα παιδιά του λεν πως ιδέα του είναι. Αντιστροφή της δεύτερης ερμηνείας και μελοποίηση/διασκευή της μετάφρασης του Ζαν Μορεάς στα http://melidonismata.blogspot.gr/2013/01/erlkonig-greek-version.html

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Οσσιάνου Νυκτωδία (βάρδος πρώτος)


Το ποίημα της Νύχτας του πρώτου από τους έξι βάρδους στο σπίτι ποιητή και αρχηγού κέλτικης φυλής στη βόρεια Σκωτία. Συγγραφέας ο σκωτσέζος James Macpherson (1736-1796) που υποστήριζε ότι τα είχε συλλέξει και μεταφράσει στα αγγλικά από κάποιον Ossian, αρχαίο κέλτη ποιητή του 3ου αιώνα. Λόγω της επίδρασης που άσκησε ο Όσσιαν στο κίνημα του Ρομαντισμού, φτάνοντας στο σημείο να συγκρίνεται με τον Όμηρο, θεωρείται από τις πιο επιτυχημένες πλαστογραφίες, fakelore/ψευδοφολκλόρ, στην ιστορία της λογοτεχνίας. (Εκτός από αγγλικά και ελληνικά παραθέτω επίσης την ιταλική λόγω Τυπάλδου, από εκεί μετέφραζε, και τη γερμανική λόγω μελοποίησης από τον Σούμπερτ)


NIGHT is dull and dark. The clouds rest on the hills.
No star with green trembling beam; no moon looks from the sky.
I hear the blast in the wood; but I hear it distant far.
The stream of the valley murmurs; but its murmur is sullen and sad.
From the tree at the grave of the dead the long-howling owl is heard.
 I see a dim form on the plain!—It is a ghost!—it fades—it flies.
Some funeral shall pass this way: the meteor marks the path.
The distant dog is howling from the hut of the hill.
The stag lies on the mountain moss: the hind is at his side.
She hears the wind in his branchy horns. She starts, but lies again.
The roe is in the cleft of the rock; the heath-cock's head is beneath his wing.
No beast, no bird is abroad, but the owl and the howling fox.
She on a leafless tree: he in a cloud on the hill. Dark, panting, trembling, sad the traveller has lost his way. Through shrubs, through thorns, he goes, along the gurgling rill. He fears the rock and the fen.
He fears the ghost of night. The old tree groans to the blast; 
the falling branch resounds.
The wind drives the withered bursclung together, along the grass.
It is the light tread of a ghost!—He trembles amidst the night.
Dark, dusky, howling is night, cloudy, windy, and full of ghosts!
The dead are abroad! my friends, receive me from the night.



~~~

Ιούλιος  Τυπάλδος (1814-1883) Κεφαλονιά. (Έκδοση το 1915)

Μαύρη είναι η νύχτα ολόμαυρη, κατάχνια κατεβαίνει
μέσ' στο σκοτάδι τ' ουρανού έν' άστρο δεν προβαίνει·
είναι στη λίμνη ταραχή, θολούρα και φοβέρα,
να βόγγει ακούω μέσ' στα κλαδιά του λόγγου τον αέρα.
Μακριά μακριά σαν θλιβερό παράπονο γρικιέται
ο χείμαρρος, που απ' του βουνού την κορυφή πετιέται·
από το δένδρο που έρημο, μνήμα έρημο φυλάει
της νύχτας τ' άχαρο πουλί, βαριά μοιρολογάει.
Για ιδές το τι σηκώνεται πέρα απ' το περιγιάλι·
είναι στοιχειό, σειέται, πετά, ξαναγυρίζει πάλι.
Μέσα στη νύχτα θα διαβεί απόψε πεθαμένος,
ακούς τον σκύλο που αλυχτά στον λόγγο τρομαγμένος;
Τρέμει τ' αλάφι στο βουνό και το κεφάλι γέρνει,
που κρύος αέρας και βροχή ακόπιαστα το δέρνει.
Στου βράχου τη χαραματιά η αγριόγιδα φωλιάζει,
το κεφαλάκι το πουλί, με τα φτερά σκεπάζει
και το θεριό τ' αημέρωτο μέσ' στη σπηλιά τραβιέται
πάλι της νύχτας το πουλί, το άχαρο γρικιέται,
να σκούζει αργά, λυπητερά, εις την ετιά αποκάτου
και ο λύκος ν' αποκρένεται, με βογγητό θανάτου.
Δέρνει η λαχτάρα την ψυχή του δύστυχου διαβάτη,
που μάταια μέσ' στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα.
Αγανακτώντας, τρέμοντας δεξιά ζερβιά κινάει,
βλέπει ένα αυλάκι, προς αυτό σπουδαχτικά τραβάει.
Τα δένδρα ξεριζώνονται και ροβολούν οι βράχοι,
ο αέρας παίρνει τα κλαδιά απ' του βουνού τη ράχη·
έν' άγριο φάντασμα θεριού, που αντίκρυ μεγαλώνει
και μέσ' στο στήθος μου η καρδιά ακίνητη παγώνει.
Νύχτα γεμάτη τρικυμιά και ταραχές και αντάρες,
κρυφές κραυγές γυρίζουνε και ανήκουστες τρομάρες.
Πετούν οι ίσκιοι των νεκρών στο λόγγο όπου περάσω,
την κατοικιά σου, αδέλφι μου, άνοιξε να ησυχάσω.

~~~

Melchiore Cesarotti (1730 -1808) Padova

Trista è la notte, tenebria s'aduna,
Θλιμμέν' ειν' η νύχτα, σκοτεινιά μαζεύεται
Tingesi il cielo di color di morte:
βάφεται ο ουρανός από χρώμα θανάτου
Qui non si vede né stella, né Luna,
εδώ δεν βλέπει ούτ' άστρο, ούτε φεγγάρι
Che metta il capo fuor dalle sue porte.
όποιος στήνει το κεφάλι πέρα από τις πόρτες του

Θολή ειν' η λίμνη, και απειλεί καταιγίδα,
Odo il vento nel bosco a ruggir forte.
Ακούω τον άνεμο στο δάσος να βρυχά δυνατά
Giù dalla balza va scorrendo il rio
κάτω από τα βράχια περνά το ποτάμι
Con roco lamentevol mormorio.
με τραχύ θρηνώδες μουρμουρητό
Su quell' alber colà, sopra quel tufo,
Σε κείνο το δεντρό εκεί, πάνω απ' τον τόφο
Che copre quella pietra sepolcrale,
που σκεπάζει την επιτύμβια πέτρα
Il lungo-urlante ed inamabil gufo
ειν' ο μακρόμουγκρος κι ανέραστος μπούφος.
L'aer funesta col canto ferale.
Ο αέρας ζοφερός με τραγούδι πένθιμο
Ve' ve': Δες, δες
Fosca forma la piaggia adombra:
Μαύρη μορφή την πλαγιά σκεπάζει
Quella è un'ombra:
Αυτή είναι μια σκιά
Striscia, sibila, vola via.
Στριγγά, σφυρίζει, πετάγεται πέρα
Per questa via
Από αυτό τον δρόμο
Tosto passar dovrà persona morta:
Μεμιάς θα πρέπει να περάσει πρόσωπο νεκρό
Quella meteora de' suoi passi è scorta.
Αυτό το πεφταστέρι από τα βήματά του είναι ακολουθημένο
Il can dalla capanna ulula e freme,
το σκυλί απ' την καλύβα γαυγίζει και τρέμει
Il cervo geme sul musco del monte,
το ελάφι βογγάει στα βρύα του βουνού
L'arborea fronte, il vento gli percote;
Το δέντρο μπροστά, ο αέρας το χτυπά
Spesso ei si scuote e si ricorca spesso.
παχύ και κουνιέται και ξαπλώνει παχύ
Entro d'un fesso il cavriol s'acquatta,
Μεταξύ μιας σχισμής το ζαρκάδι σκύβει
Tra l'ale appiatta il francolin la testa.
Ανάμεσα στις φτερούγες κρύβει ο φραγκολίνος το κεφάλι
Teme tempesta  ogni uccello, ogni belva;
Φοβάται καταιγίδα κάθε πουλί, κάθε θηρίο
Ciascun s'inselva e sbucar non ardisce;
ο καθείς στο δάσος τρυπώνει, να ξεμυτίσει δεν τολμά
Solo stridisce - entro una nube ascoso
Μόνος στριγγά σε ομίχλη κρυμμένος
Gufo odioso;
ο μισητός μπούφος
E la volpe colà da quella pianta
κι η αλεπού εκεί σε κείνο το δέντρο
γυμνό από φύλλα
Con orrid' urli a' suoi strilli risponde.
με φοβερά ουρλιαχτά στις στριγγιές του απαντά
Palpitante, ansante, tremante
τρεμάμενος, ξέπνοος, έμφοβος
ο ταξιδιώτης
Va per sterpi, per bronchi, per spine
διαβαίνει κούτσουρα, κλαδιά, αγκάθια
Per rovine, συντρίμια
Che ha smarrito il suo cammin.
που 'χει χάσει τον δρόμο του
Palude di qua,
Βάλτος εδώ
Dirupi di là,
γκρεμνά από κει
Teme i sassi, teme le grotte,
φοβάται τις πέτρες, φοβάται τις σπηλιές
Teme l'ombre della notte;
φοβάται τις σκιές της νύχτας
Lungo il ruscello incespicando,
μακρύ το ρυάκι παραπατώντας
Brancolando
ψηλαφώντας
Ei strascina l'incerto suo piè.
και σέρνει το αβέβαιο πόδι του
Fiaccasi or questa or quella pianta,
Κουράζεται πότε πότε κολλάει,
Il sasso rotola, il ramo si schianta
η πέτρα κυλά, το κλαδί σπάει
L'aride lappole strascica il vento.
Οι ξερές κολιτσίδες κλουθούν του ανέμου
Ecco un'ombra, la veggo, la sento;
Νά μια σκιά, την θωρώ, την νιώθω
Trema di tutto, né sa di che.
Τρέμει για όλα, μα δεν ξέρει γιατί
Notte pregna di nembi e di venti,
Νύχτα φουσκωμένη νέφαλα και ανέμους
Notte gravida d'urli e spaventi!
Νύχτα γκαστρωμένη ουρλιαχτά και τρόμους
L'ombre mi volano a fronte e a tergo:
Οι σκιές μου πετάγονται μπρος και πίσω
Aprimi, amico, il tuo notturno albergo.
Άνοιξέ μου, φίλε, τον νυχτικό σου ξενώνα (να μπω)

~~~

Edmund von Harold (1737-1808)

Die Nacht ist dumpfig und finster.
Η νύχτα είναι υγρή και σκοτεινή
An den Hügeln ruhn die Wolken.
στους λόφους ησυχάζουν τα σύννεφα
Kein Stern mit grünzitterndem Schimmer;
Κανέν' αστέρι με πρασινότρομη λάμψη
kein Mondstrahl erhellet das Thal.
καμμιά φεγγαροβολή δεν φωτάει την κοιλάδα
Im Walde hör' ich den Hauch;
Στο δάσος ακούω ανάσα
aber hör' ihn weit in der Ferne.
αλλά από μακριά σε απόσταση
Der Strom des Bergs erbraust;
Ο χείμαρρος του βουνού βρυχάται
aber sein Brausen ist stürmisch und trüb.
μα το άφρισμά του ορμώδες ειν' και θλιμμένο
Vom Baum beim Grabe der Todten,
Από το δέντρο στον τάφο των νεκρών
tönt der Eule klagender Sang.
ηχεί της κουκουβάγιας παράπονο άσμα
Auf der Heide erblick'ich einen dämmernden Schatten,
Στον ερεικώνα βλέπω μιαν απαυγάζουσα σκιά
es ist ein Geist,
είναι ένα πνεύμα
er schwindet, er flieht!
σβήνει, φεύγει!
Durch diesen Weg wird eine Leiche getragen,
Από αυτόν τον δρόμο θα μεταφερθεί ένα πτώμα
ihren Pfad bezeichnet das Luftbild.
το μονοπάτι του ορίζει η μορφή του ανέμου
Die fernere Dogge heult von der Hütte des Hügels,
Τα απόμακρα μαντρόσκυλα ουρλιάζουν απ' την καλύβα του λόφου
der Hirsch liegt im Moose des Tannigs,
το ελάφι στέκει στα βρύα του ελάτου
neben ihm ruht die Hündin,
δίπλα του ξεκουράζεται η σκύλα
in seinem astigen Geweihe hört sie den Wind,
στα κλαδωτά του κέρατα ακούει αυτή τον αγέρα
fährt auf und legt sich zur Ruhe wieder nieder.
σηκώνεται και καθίζει να ξαποστάσει ξανά κάτω

Düster und keuchend, zitternd und traurig,
Σκυθρωπός και ξέπνοος, τρομαγμένος, θλιμμένος
verlor der Wanderer den Weg,
έχασε ο ταξιδιώτης τον δρόμο
er irrt durch Gebüsche, durch Dornen längs
μπερδεύτηκε στους θάμνους, και στα αγκάθια κατά μήκος
der sprudelnden Quelle.
της φουσκωμένης πηγής
Er fürchtet die Klippe und den Sumpf,
Φοβάται τον γκρεμό και τον βάλτο
er fürchtet den Geist der Nacht.
φοβάται το πνεύμα της νύχτας
Der alte Baum ächzt zu dem Windstoß,
Το γέρικο δέντρο στενάζει στην ορμή του ανέμου
es kracht der fallende Ast.
πεφτοβροντά το κλαδί
Die verwelkte, zum Knäuen verworrene Klette,
Την μαραμένη, απ' τα δαγκώματα ανακατωμένη κολιτσίδα
treibt der Wind über das Gras.
σέρνει ο αγέρας πάνω απ' τα χόρτα
Es ist der leichte Tritt eines Geist's,
έν' αλαφροπάτημα φαντάσματος
er bebt durch die Schauer der Nacht.
κουνιέται στις βροχερές ανατριχίλες της νύχτας

Die Nacht ist düster, dunkel, und graunvoll,
Η νύχτα ειν' σκυθρωπή, σκοτεινή, και φρικτή,
wolkig, stürmisch zu eigen den Geistern.
συννεφιασμένη, θυελλώδης, ανήκει στα φαντάσματα.
Die Todten streifen umher.
Οι νεκροί τριγυρνούν
Empfangt mich von der Nacht, meine Freunde.
Δεχτείτε με απ' τη νύχτα, φίλοι μου.