Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

«Ε, τον πανόγλο κουρνογιό και πώς θ' αγιογραφήσουν;;»


Η πανούκλα, ή πανόγλα, όπως λέγεται στο γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, σε παλαιότερες εποχές αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο των κατοίκων, επειδή οι επιδημίες της στο νησί ήταν πολύνεκρες και ερήμωναν ολόκληρα χωριά από το θανατικό. Ήταν τόσος ο τρόμος που προκαλούσε το άκουσμα της πανόγλας που η λαϊκή φαντασία της έδωσε σάρκα και οστά και απόκτησε μορφή. Την παρουσίαζαν σαν μια πολύ πανούργα και άσχημη γριά που προσπαθούσε να τρυπώσει σε κάθε χωριό και να το αφανίσει. Ο μόνος που μπορούσε να τα βάλει με την Πανόγλα και να την νικήσει ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος. Γι αυτό και οι ναοί του αγίου κτιζόταν πάντα στις εισόδους των χωριών από όπου η αρρώστια θα προσπαθούσε να μπει στο χωριό. Τη στιγμή που θα έκανε την εμφάνισή της ο πάντα άγρυπνος φρουρός του χωριού Άγιος Χαράλαμπος θα την έδιωχνε πριν προκαλέσει το θανατικό της στο χωριό. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλά εικονίσματα του αγίου ο άγιος εμφανίζεται να πατάει κάτω στη γη με το πόδι του την Πανόγλα και να την συντρίβει. 

Χριστόφορος Χειλαδάκης

Λένε πως η Πανόγλα οντέ θα ξεκληρίσει ένα χωριό, πρίχου φύγει μπαίνει σ’ ένα σπίτι, πάει στην παρασιά, σκαλίζει τον άθο (στάχτη) και γεννά μέσα ένα μεγάλο αυγό που άφτει. Ύστερα γυρίζει τον άθο και το σκεπάζει. Η πυριά τ’ αβγού βαστά χίλια χρόνια. Ανιμένει να ’ρθούνε καινούριοι αθρώποι για να ξεπουλιάσει  (ξεπεταχτεί) και να τσι θερίσει κι αυτούς. Γι’ αυτό τα χωριά που ξεκλήριζε η Πανόγλα δεν εξανακατοικούντονε μπλιο. Στο σημερινό, Πάνω Χωριό των Καπετανιανών, ήτονε τα πολύ παλιά χρόνια ένα άλλο χωριό, το Καβούσι, που το ‘χε κι αυτό διαλυμένο η Πανόγλα…

άθος < αἶθος, αἰθάλη

Κρητικό Πανόραμα: 17ο τεύχος

Μια φορά ήπεσε θανατικό, πανόγλα σ' έναν τόπο, απού δεν επροφτάνανε να θάφτουνε. Μια γυναίκα, χήρα γυναίκα, παίρνει τη θυγατέρα τζης και μισεύγει. Να πηαίνω θέλω 'γώ ίσαμε να περάση το θανατικό κι απόι δα νάρθω. Μισσεύγει κι ήλειπεν είκοσι χρόνους, Στσ' είκοσ΄απάνω λέει: Να γυρίσω θέλω γω στο σπίτι μου, να δω ίντα γίνεται. Γιαγέρνει στο χωριό τζης, ερημιά μιγάλη. Πάει στο σπίτι τζης. Θωρεί στην παρασθιά τζης τον άθο σωρεμένο. Μωρέ, άφτει κοντό η φωθιά μου ακόμη; - άφτει!...ακούει μια φωνή και πέφτει ντελόγο και ποθαίνει. Ήτονε η πανόγλα που την ενίμενε είκοσι χρόνους για να μην αφήση κανένα από το χωριό.

από Λατσίδα Λασιθίου

Η «μαύρη πανώγλα», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Ευαγγελία Φραγκάκη «εξεκαμπάκισε πολιτείες και χωργιά κι εξεκλήρισε οικογένειες.
Την  περιγράφει ο λαογράφος Παύλος Βλαστός ως γριά πανάσχημη και μαύρη, καμπουριασμένη που κρατεί στο χέρι της σιδερένια ράβδο, που όποιον αγγίξει αρρωσταίνει . Έχει μεγάλα νύχια στα χέρια και φορεί σιδερένια παπούτσια.

Από την επαρχία Πεδιάδας έχουμε την παρακάτω μαρτυρία:
« Ο Άγιος Χαράλαμπος λέει ζήτησε από το Θεό  :

“όπου με γιορτάζουνε να μη σιμώνει ασθένεια στα οζά και πανώγλα στους ανθρώπους “ . Τα χρόνια εκείνα η πανώγλα ήταν ο φόβος των κατοίκων. Ο Άγιος Χαράλαμπος είναι ο διώχτης της. Δεν την άφηνε να μπει μέσα να ρημάξει το χωριό.  Δόξα το Θεό όλα αυτά τα χρόνια μας προστατεύει και ποτέ δεν εφταξε επαέ”.

….. Η πανώγλα είναι μια γρα άσχημη αξυπόλητη με μαύρα ρούχα, ανεκούκουλη  (δίχως μαντήλι) με χούρδικα μαλλιά. Ελέγανε ότι απ’  όπου  περάσει αφήνει τα σημάδια της στις πόρτες σαν τα μυγιοφτύσματα. Μα δεν περνά  ποτέ από δρόμους που έχει  εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπη. Άμα τονε δει, το βάνει στα πόδια. Γι αυτό και στις εικόνες στην εκκλησία φαίνεται ο Άγιος να πατεί την πανούκλα.»

Στο χωριό Αξός «έμειναν μόνο δυο βοσκοί. Επήραν τότε μερικούς γερούς άντρες από τα γύρο χωριά και πήγαν να στήσουν καρτέρι της πανούκλας για να την πιάσουν. Εκεί που τρώγανε τη νύχτα επήγε η πανούκλα κι έριξε το λύχνο μέσα στη μουρχούτα (βαθύ πιάτο) πού ’χαν το χόντρο (πληγούρι), κι ετρώγανε. Τους έπιασε φόβος κι αντί να χυμήξουν να πιάσουν την πανώλη τρεμούλιασαν κι άρχισαν να κλαίνε ασταμάτητα κι έσκασαν από το κλάμα». Ακόμη κάποιες γυναίκες έπλεναν στο ποτάμι κι είχαν απλώσει τα ρούχα σ’ ένα τοιχάκι να στεγνώσουν, και «πάει η πανούκλα τσι πιάνει και τα ρούχα ως ήταν απλωμένα ετσά μείνανε κι ετσά ’ν’ ακόμη».

Σε ποιο παλιές εποχές συνήθιζαν να ζώνουν τα χωριά σχηματίζοντας προστατευτικούς κλοιούς . Έδεναν από την πόρτα της εκκλησίας του Αγίου Χαραλάμπη (αν δεν υπήρχε εκκλησία ξεκινούσαν από μια εικόνα του), μια κλωστή βαμβακερή . Κύκλωναν  όλα τα σπίτια του χωριού και ξαναγύριζαν και έδεναν την άλλη άκρη στο ίδιο σημείο. Την άφηναν σαράντα μέρες. Την κλωστή αυτή ή την πήγαιναν στον κηροπλάστη να κάνει κεριά ή την έκαναν ύφασμα και στόλιζαν την εικόνα του Αγίου.

Βασιλική Παπουτσάκη

Το προνόμιο της λιτανείας με δίσκο σε όλο το Ληξούρι προκάλεσε αντίδραση από τις άλλες ενορίες. Την αποτύπωσε σε στίχους ο Κεφαλλονίτης ποιητής και αγιογράφος Ρόκος Ξυδάχτυλος στις αρχές του 1900.


Τον Αϊ-Χαραλάμπη μας
που προβελέγγιο έχει να βγαίνει όξου πρετσεσιό
για συνδρομή να τρέχη δίπλα τους θαν τον έχουνε
οι άλλοι οι πατέρες
που τους απαγορεύεται
να βγαίνουν με βαντιέρες.
Και πρέπει ο Δεσπότης μας
ναν τα εξομαλύνη,
ή δίνοντας την άδεια
να βγαίνουνε κι εκείνοι,
ή για να είν' τα πράγματα,
της εκκλησίας όμοια
να κόψη και τση χάρις του
τα λιτανοπρονόμια.

προβελέγγιο/προβελέντζι, it. prevalenza, προνόμιο, κυριαρχία
πρετσεσιό, it. processione, λιτανεία
βαντιέρα, it. guantièra, σερβίτσιο, δίσκος


Ο Άγιος είναι πολιούχος σε
Ληξούρι, Πρέβεζα, Πύργο, Φιλιατρά, 
Κέα, Νέα Κρήνη,
και Κρουσσώνα Ηρακλείου.

πανόγλα > πανόκλα > πανούκλα 
> lat. panucula (μαγουλάδες) > panicula > lat. panus (πρήξιμο, οίδημα)

αρχ. πανώλης νόσος, πανώλες νόσημα (που φέρνει πανωλεθρία)
πᾶν + ὄλυμμι
νεότ. (η) πανώλη, πανδημία της πανούκλας,
 μεταδίδεται στον άνθρωπο από το τσίμπημα ψύλλων, 
που παρασιτούν σε άρρωστο μαύρο αρουραίο.
https://el.wikipedia.org/wiki/πανώλη

imgs
Εικόνα του 18ου αιώνα από τα Ιόνια νησιά
http://vytinaiika.blogspot.com/2008/02/blog-post_111.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου