(Μηνυτήρια ανασκευή
για όποιον νεοέλληνα
βλασφημεί
αρχαία σύμβολα μουσικής
και αυτόνομης σκέψης)
Ξεθέρωσε ο καιρός, και ενώ ο Τζίτζικας βαλίτσωνε να φύγει καβάλα στα απόδημα πουλιά για του νοτιά τα μέρη, βλέπει τον φίλο του τον Μέρμηγκα στη λύπη βουτηγμένο. Πώς κι έτσι, ρε σύμψυχο, του λέει ο τραγουδιάρης. Ζημιά στην αποθήκη πάθαμε, του λέει το μυρμήγκι. Η περισσότερη σοδειά τζάμπα αποθηκιάστηκε. Τα πιο πολλά, πέτρες και ξύλα, δεν τρώγονται. Υπολογίζω πως 20% λίπος θα χάσουμε ετούτο τον χειμώνα. Είναι που ακολουθούσαμε πιστά τις εντολές γεροκουρκούτη αρχοντομέρμηγκα. Η αποθηκομανία μας να γεμίσουμε ήταν μεγαλύτερη από τον έλεγχο του εισοδήματος. Τώρα που κατεβάσαμε διακόπτη του τρεχάματος, τώρα το διαπιστώσαμε. Αν κάναμε διαλείμματα, κι ακούγαμε τραγούδια σου, μυαλό καθάριο θα 'χαμε.
Στη σιγουριά μη δένεσαι, του λέει ο τζίτζικας, πως κι έτσι πάντα με ασφάλεια θα βγάζεις τον χειμώνα. Βλέπεις, η φύση μου δωσε αυτόνομη παραγωγή απ' τον κορμί και την ψυχή μου. Είχα όμως πρόβλημα μεταφοράς για καλοκαίρι του νοτιά, γιαυτό την έβγαζα ξενούμενος στη μυρμηγκοφωλιά σου, φίλε κι ευχαριστώ σε. Με μετανάστες εγνωρίστηκα, λοιπόν, είδαν πως είμαι άκακο και φίνο εντομάκι, και πρότασή μου δέχτηκαν. Εσύ όμως από τη φύση σου πρέπει να διαφύγεις. Άνθρωποι σε λεν σαβουροκλέφτη και αποθηκομανή. Εξαρτάσαι από το περιβάλλον, το κλίμα. Και αν δεν έρθει του χρόνου άνοιξη, τι θα κάνεις;; πού θα βρεις τροφές πάλι να αποθηκιάζεις;; Διάβαζε, πιάσε, βάλε πρόγραμμα, να φτιάξεις εργαλεία, να στήσεις εργαστήρια, αυτόνομος να γίνεις. Ιδρώτας δεν σου λείβεται, και μέσα απ' την οργάνωση ταλέντους θα περάσεις.
Εκείνη την ώρα έπαιζε ντοκυμαντέρ η «Τηλεόραση Παντός Ζώου στον Πλανήτη» και σύγκρινε Μυρμηγκοχώρα και Νέα Ελλάδα. Είχε τον τίτλο «Σπατάλη ενέργειας», πως, δλδ, και σε αυτό το κράτος τζάμπα εργάζονται, τζάμπα κουράζονται, δρόμους στρώνουνε, δρόμοι χαλάνε, καρπούς της γης παράγουνε, τους τα τρώνε οι μεσάζοντες, σε συνελεύσεις ώρες ρητορεύουνε, μα δεν συνεργάζονται, μαθητές, δάσκαλοι, υπάλληλοι με φόρτο μελετούν, ελάχιστα δημιουργούν. Αρχοντομέρμηγκες εκεί, αρχοντομέρμηγκες κι εδώ, την κρίση δια βίου διαχειρίζονται.
Στενάχωρα πράγματα, λέει, ο τζίτζικας. Ευτυχώς είμαι μουσικός, αρχοντοτζίτζικα στον σβέρκο μου δεν έχω, πατρίδα μου είναι όλη η γη, παγκόσμια η γλώσσα μου.
Μετά από μέρες, καθώς στην Αφρική προσγειωνόταν, άκουσε βαθύκρουστο τον αποβατήριο, ανακρεόντειο ύμνο του από την ελληνονιγηριανή κοινότητα των Λαγιδών στο Λάγος/λίμνη της Νηγηρίας (νη + γήρας) της χώρας δίχως γηρατειά.
@@@@@@@
Μακαρίζομέν σε, τέττιξ,
ὅτε δενδρέων ἐπ᾽ ἄκρων,
ὀλίγην δρόσον πεπωκώς,
βασιλεὺς ὅπως ἀείδεις.
Σὰ γάρ ἐστι κεῖνα πάντα,
ὁπόσα βλέπεις ἐν ἀγροῖς,
ὁπόσα φέρουσιν ὗλαι.
Σὺ δὲ φίλος γεωργῶν,
ἀπὸ μηδενός τι βλάπτων.
Σὺ δὲ τίμιος βροτοῖσι,
θέρεος γλυκὺς προφήτης,
φιλέουσι μέν σε Μοῦσαι,
φιλέει δὲ Φοῖβος αὐτός,
λιγυρὴν δ᾽ ἔδωκεν οἴμην·
Τὸ δὲ γῆρας οὔ σε τείρει.
σοφέ, γηγενής, φίλυμνε,
ἀπαθής, ἀναιμόσαρκε·
σχεδὸν εἶ θεοῖς ὅμοιος.
@@@@@@@
Τζίτζικα ευτυχισμένε,
να 'χαμε τη χάρη σου,
πάνω στων δέντρων τα κλαδιά,
έχοντας πιει λίγη δροσιά,
τραγουδάς σαν βασιλιάς.
Άφου όλα ειν' δικά σου,
όσα βλέπεις στους αγρούς,
όσα τρέφουν τα δάση.
Σ' αγαπούν οι αγρότες,
κανένα δε βλάπτεις,
σε τιμούν οι θνητοί,
του καλοκαιριού προφήτη.
Σ' αγαπάνε οι Μούσες,
σ' αγαπά κι ο Απόλλων,
σου δωκε φωνή καμπάνα,
γηρατειά δε σε αγγίζουν.
Σοφέ, γεννημένε στη γη,
τραγουδιάρη δίχως πάθη
και αίμα στη σάρκα.
Είσ' ένας μικρός θεός!
ΥΓ
Στην αρχαία Ελλάδα,
θα περνούσε από δικαστήριο,
όποιος άμετρα θα παπαγάλιζε
τις συκοφαντίες για τον
μικρό θεό της μουσικής,
είτε ως τεμπελχανά φτωχό,
είτε ως χαραμοφάη πλούσιο
(διασκευάζοντας Μιράντα Ξαφά...
Στη νέα Ελλάδα
και σεβασμός στις αξίες δεν υπάρχει,
και το στραβό και δίχαλο
μεγάλο θα το κάνουν,
για να 'χουνε δουλειά
αργοί αρχοντομέρμηγκες.
Του Αισώπου ο γνωστός μύθος
είναι η εξαίρεση, δεν είναι ο κανόνας
της αρχαίας τζιτζικολατρίας.
Αυτές δεν είναι τωρινές νεοελληνικές βλασφημίες
....σύμφωνα με νεοελληνικές παραδόσεις, ο τζίτζικας αδιαφόρησε να βοηθήσει την άρρωστη μητέρα του και εκείνη τον καταράστηκε ”όλο το καλοκαίρι να τραγουδά και το χειμώνα να ψοφά από την πείνα” ή ” να φωνάζει να φωνάζει και να σκα”!
Η μιζέρια της νεοελληνικής οικογένειας
πρέπει να μολύνει και τα πιο άκακα έντομα.
Δεν μπορεί να δεχτεί, να νιώσει
ο ρωμαίικος ραγιαδισμός
την αυτονομία της μουσικής.
Μακάρι την Ελλάδα
ζώα να κυβερνούσαν,
πιο άνθρωποι θα ήμασταν.
Δεν έχω πρόβλημα με τα μυρμήγκια,
δέχομαι ό,τι ηθικά πλεονεκτήματα έχουν.
Με τους τζιτζικόφοβους, όμως,
δεν θα τα πάμε καλά.
Και στο τέλος οι δαχτυλοδείχτες
πετάνε και τη σπόντα,
για τον χαραμοφάη μουσικό,
που πέθανε από ναρκωτικά.
.....
Γίνε τζιτζικομέρμηγκας, παντός καιρού να πλέεις,
εκεί που άλλοι διχάζονται, λεύτερα να αναπνέεις!
Τα όνειρα των εργατών η μουσική στεριώνει,
γιατί μονάχα με ρυθμό η καρδιά αναφτερώνει.
Μακάριοί ἐστε μυρμηκοτέττιγες,
ἐργατικῆς ἑνότητος φερέλπιδες.
img
https://www.newyorker.com/magazine/2019/01/14/greek-to-me
http://colganology.blogspot.com/2012/10/the-100k-doodle-winning-doodles.html
img
https://www.newyorker.com/magazine/2019/01/14/greek-to-me
http://colganology.blogspot.com/2012/10/the-100k-doodle-winning-doodles.html
Ο φίλος του Νίκου Σαραντάκου, Γιώργος Γιαννόπουλος στο Φέισμπουκ έδωσε μια δική του διασκευή του μύθου, πιο πειστική και πνευματώδη:
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ τζίτζικας εργαζόταν σκληρά, έπαιρνε 800 ευρώ το μήνα, πλήρωνε φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, λογαριασμούς κλπ, και τα βράδυα τραγουδούσε, διάβαζε κανένα βιβλίο, πήγαινε σινεμά, έβγαινε με φίλους κλπ.
Ο μέρμηγκας εργαζόταν επίσης σκληρά, αλλά αποταμίευε και εμπιστευόταν τις αποταμιεύσεις του στον χρυσοκάνθαρο.
Ο χρυσοκάνθαρος -ως πολυφάγο- ό,τι του έδιναν το έτρωγε. Και στα περιττώματά του παρασιτούσε ένας μικρός οργανισμός ονόματι miranda creatura miserabilis , o οποίος σε αντάλλαγμα συνέθετε δοξαστικά λογύδρια για τον χρυσοκάνθαρο και επιτιμητικά για τα έντομα που τον έτρεφαν.
https://sarantakos.wordpress.com/2019/06/27/cicada/