από πασχαλινό καφενείο
πέρασα, κι άκουσα πολύχρωμα
να εκφωνούνται ρήματα:
...εδώ στη βραδιά «Πετούμενης Αγάπης»...
Καλέστε τα πετεινά του ουρανού,
και το φαΐ για αυτά αφήσετε!
Καλέστε κάθε ζώο πεινασμένο
και υποσιτισμένο
απ' ανισότητα τροφής!
Ο έχων δύο πιάτα, να δίνει το ενάμισι.
Ο Σωκράτης δεν έτρωγε, αν δεν πεινούσε,
και τον Οδυσσέα δεν εμπόρεσε
η μαγείρισσα η Κίρκη
γουρούνι να τον κάνει!
Καλέστε και ξεγνοιάσετε,
ώστε ονειροπόλα πετεινά
του νοητού ουρανού,
που για γλέντι τρικούβεντο πεινούν,
να κάνουν πέρα του φαγητού τα πρέπει,
κι ελεύθεροι σαν άνθρωποι,
με στόμα αμπούκωτο
και ελαφρύ στομάχι,
χρόνο να βρουν για λόγου μάχη...
...συμμαχία αλληλοκατανόησης!
......
κι έστησα αυτί
κι άκουγα πάλι για το φαΐ
πως ενώ, παλιότερα,
εμάσαγαν κι όταν χορτάτοι ήσαν
από συναισθηματική λαιμαργία,
(άγχος, νεύρα, θυμό, φόβο, κτλ)
όταν η ομάδα άρχισε
τις δειπνοκουβέντες,
το φαγητό έμενε στο πιάτο
για τους περαστικούς,
ενώ η πειναλέα κουβέντα
πήγαινε τη σκέψη πετούμενη
στους ουρανούς.
έλεγαν, μου κανε θεία εντύπωση,
πως Μεγάλη Παρασκευή
τρελός Χριστός κατέβηκε
κρέας μπροστά στον Επιτάφιό του έτρωγε.
Τα κανάλια συμπέραναν
πως το έκανε για να πάρει λεπτά δημοσιότητας,
ενώ οι αρχιερείς τον απείλησαν
για προσβολή θρησκεύματος.
Δικηγόρος του εξήγησε,
ότι ενώ υπάρχει ποινικός θρησκείας κώδικας,
δεν βρίσκει αντίστοιχο
για ελεγμό υποκρισίας
που είχε σκοπό, κατά τον τρόπο
των σαλών, να θίξει.
Και έτσι ο «επιδειξίας» αποχώρησε,
γιατί να καταγγείλει ήθελε, όχι να εκφραστεί.
Πυθαγορίζων μαθητής
έθεσε ζήτημα, μήπως
θα έπρεπε εφόσον λέγεται
αμνός Θεού, να γίνει ταμπού
η κατανάλωση αρνιού,
ως ζώου ιερού.
Εφημερεύουσα γιατρίνα τον διέκοψε...
...αργότερα τα θεωρητικά!
τώρα στα πρακτικά,
σοβαρότερα έχω περιστατικά.
Με τις ακρότητές σας, λέει του παπά,
μου φέρνετε αρρώστειες περιττές
από λιποθυμικά νηστείας επεισόδια
μέχρι βαριές στομαχικές διαταραχές.
Βάλτε μέτρο, αλλάξετε τους νόμους σας!
Διατροφολόγος λογοθέτησε
πως είναι εφικτό
να συμπέσει η δίαιτα με τη νηστεία,
αρκεί η δεύτερη να αλλάξει
από είδος σε ποσότητα, να μπει πλαφόν.
Να οριστεί ότι μπορείς να τρως
συχνές μπουκιές από οποιαδήποτε τροφή,
μόνο όταν πεινάσεις.
Κριτήριο αν πεινάς, πρώτα να πιεις ποτήρι με νερό.
Ακούς τι λέει το σώμα σου και ανάλογα απαντάς.
Απαντάει κι ο παπάς,
πως στην επόμενη βουλή της εκκλησιάς
παντός θρησκόδημου λαού θα θέσει τέτοιο ζήτημα,
αρκεί να στηριχτεί
στη μάχη με νόρμες γραφικές,
που στέκουν νομικά πάνω σε περαζούμενες γραφές.
Μουσικός αναρωτήθηκε,
αν τα παιδιά που πάρκαραν γονείς
σε φαγητά, δώρα κι οθόνες,
αργότερα, αν τύχει και βγουν
απ' της σιγουριάς τη φυλακή,
και επαναστατήσουν,
θα έχουνε συνείδηση
στάθμευσης παιδικής,
ή θα αντιδρούν με ένστικτο
στη θέση του γονιού
ότι παιδίον ουδέν αχαριστότερον
του ευεργετηθέντος.
Τηλεοπτικός παραγωγός παρενέβη:
την οθόνη μην τηνε κατηγοράς
αυτή μεθαύριο μπορεί
να δώκει σου να φας,
Οι πολύωρες εκπομπές
μαγειρικής στην ελληνική τηλεόραση,
σε βάθος χρόνου, πιστεύω,
θα μας δώσουν έλληνες παγκόσμιους μαγείρους,
(όπως και έλληνες παγκόσμιους μόδιστρους)
και σε βαθύτερο χρόνο, αλλαγή τουριστικής νοοτροπίας,
προσδοκώ τύπο Φιλόξενης Ακαδημίας (ΑΕΙ)
που θα περιλάβει όλο το πακέτο
του φιλόξενου ελληνικού πολιτισμού.
Τέλος, οι εκπομπές απενοχοποίησαν
το κατοχικό σύνδρομο της γιαγιάς,
και γεφύρωσαν χάσματα γενεών.
Πετάγεται ένα περαστικό πετούμενο
που είχε πια χορτάσει,
και λέει ενός συμπάσχαλου κουβεντευτή ανθρώπου:
Τόση ώρα μιλάτε πάνω από τα πιάτα σας,
και εμείς τρώμε, εχόρτασα, βαρέθηκα,
εζήλεψα. Πώς θα γίνει να με κάνεις
και μένα να μου κοπεί η πείνα,
(και η οργανική, και η ψυχογενής,
όπως τα λέτε,) και να ερευνώ
κουβεντιαστός νυχθημερόν;;
Και λεφτά θα εξοικονομήσω,
και αρρώστιες θα απωθήσω,
και την ώρα θα γλεντήσω;;
Αφήνεις όνομα, κώδικα επικοινωνίας,
αντικείμενο ενδιαφέροντος,
ως κύριος ομιλητής, ή βοηθός,
και αναλόγως την πλοκή του κουβαριού
των υπολοίπων, συνδέεσαι στα κενά
σημεία κάλυψης.
Και τότε τραγουδιστά
κάλυψαν το κενό που είχε
η πολυλογιά αφήσει.
♫
Δείξε μου δείπνο,
στης Πασχαλιάς τον ύπνο,
που καβαλά τον ίππο
του διασκορπισμού.
Δεν έχει πρέπει,
παράδοσης τη σκέπη,
αφήνει λάσκα σκέψη
που δεν τολμά να βγει.
Ο ουρανός, ένας φίλος μακρινός
είν’ ακόμα σκοτεινός,
και ο πόνος κυλά.
Εκεί ψηλά,
τα πετούμενα πεινούν
κατεβαίνουν χαμηλά, προσγειώνω κοντά.
Νύχτα ανθρωπένια,
κι η κάθε μου η έννοια
πώς θα αποσυμπλέξω
παρέμφοβες καρδιές.
Γλυκοβραδιάζει με ανόμοιους ανθρώπους
χορτάτους γλεντοσκόπους, γεμάτη αγκαλιές.