μαρτύρια και μαρτυρίες
της παιδευτικής Αγίας Ράβδου στα Κρυφά Σχολειά,
του Αναγκαστικού Ξύλου της Γνώσεως
που βγήκε απ' την Παράδεισο
και εδίδασκε πάλαι ποτέ
γράμματα παιδεμένα
εισαγωγικά απανθίσματα
Παροιμίες Σολομώντος 22,15
ἄνοια ἐξῆπται καρδίας νέου, ῥάβδος δὲ καὶ παιδεία μακρὰν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Αμυαλιά απ' την καρδιά του νέου έχει ξεσπιθίσει, επειδή η παιδαγωγική ράβδος και η αυστηρή διαπαιδαγώγηση βρίσκονται μακριά του.
Παρ. 13,24 ὃς φείδεται τῆς βακτηρίας μισεῖ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, ὁ δὲ ἀγαπῶν ἐπιμελῶς παιδεύει.
Το ραβδί του όποιος τσιγγουνεύεται, μισεί τον γιο του, μα αυτός που τον αγαπά επιμελώς τον εκπαιδεύει.
http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Paroimiai/Paroimiai_kef.10-15.htm#kef.13
___
Ὁ δὲ βασιλεὺς Θεοδόσιος ὀργισθεὶς ἐπὶ τῷ λόγῳ τούτῳ ἀπεκρίθη βλοσυρῷ τῷ βλέμματι πρὸς Ἀρσένιον λέγων· “Σὺ καθιστᾷς αὐτοὺς βασιλεῖς· οὐχ ὡς δούλους παρέδωκά σοι αὐτούς;
Και ο βασιλιάς Θεοδόσιος οργισμένος που ο δάσκαλος στεκόταν και τα βασιλοπαίδια κάθονταν, είπε βλοσυρά κοιτάζοντας τον Αρσένιο ««Εσύ τους κάνεις βασιλιάδες;; δεν σου τους παρέδωσα για δούλους;;»
[...]
εἰ δὲ μὴ ἔχωσι τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, εὔχομαι αὐτῷ, μᾶλλον ἐκριζωθῆναι αὐτοὺς νηπιόθεν· κρεῖσσον ἡγοῦμαι τεθνάναι αὐτοὺς εὐσεβῶς ἢ βασιλεύειν ἀσεβῶς
Αν δεν έχουν φόβο Θεού, εύχομαι να τα ξεκάμω από μικρά παιδιά, καλύτερα νομίζω να πεθάνουν με ευσέβεια παρά με ασέβεια να βασιλεύουν.
[...]
Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν εὑρὼν ὁ ἅγιος Ἀρσένιος τὸν Ἀρκάδιον περιπεσόντα εἰς παι̣δικὸν πταῖσμα, ἐνέγκας καὶ ἐμβριμησάμενος ἐπιτίθησιν αὐτῷ δεινὴν πληγὴν, ὥστε σχεδὸν ἕως θανάτου τοὺς τύπους τῶν πληγῶν φέρειν ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ.
Μια μέρα λοιπόν πέτυχε ο άγιος Αρσένιος τον Αρκάδιο να έχει πέσει σε παιδικό πταίσμα, αφού τον άρπαξε και τον κατσάδιασε τον ξυλοφόρτωσε τόσο, ώστε σαν να πέθαινε υπέφερε το παιδί απ' τις πληγές στο σώμα του.
Γεωργίου Μοναχού ή Αμαρτωλού Χρονικόν Σύντομον
http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/Georgius%20Hamartolus_PG%20110/Chronicon%20breve.pdf
....θα κρύβονταν αυτή η παιδαγωγική μας και θα ήταν άγνωστη μέσα στις δίπλες των αιώνων, χωρίς να δώσει λόγο των πράξεων της στην Ιστορία....(Χρήστος Χριστοβασίλης συγγραφέας-δημοσιογράφος, κρυπτοσχολικώς πεπαιδευμένος στην οθωμανική Ήπειρο)
ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΝΔΥΛΑΚΗ, ΠΑΤΟΥΧΑΣ
(Βιάννος Ηρακλείου, ~1870)
Ὁ Μανώλης, ὁ ἐπονομασθεὶς οὕτω Πατούχας, εἶχε δείξει ἀπὸ μικρᾶς ἡλικίας τόσην ἀγάπην πρὸς τὴν ποιμενικὴν ζωήν, ὥστε μετὰ δυσκολίας τὸν ἀπέσπασεν ὁ πατήρ του ἀπὸ τὰ πρόβατα, διὰ νὰ τὸν παραδώσει εἰς τὸν διδάσκαλον, ἕνα καλόγηρον, ὅστις πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀνοίξει σχολεῖον, ὅπου ἔδιδε περισσοτέρους ραβδισμοὺς παρὰ μαθήματα. Ὁ καλόγηρος ἐδίδασκε τὰ κοινὰ ἤ ἐκκλησιαστικὰ λεγόμενα γράμματα καὶ κατήρτιζεν ἀναγνώστας, δυναμένους νὰ ψάλλουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ φέροντας εἰς τὴν ζώνην, ὡς ἔμβλημα τῆς ἀξίας των, τὸ μακρὸν ὀρειχάλκινον καλαμάρι. Ἀλλ' εἰς διάστημα δεκαπέντε ἡμερῶν ὁ Μανώλης δὲν κατώρθωσε νὰ μάθῃ τίποτε περισσότερον απὸ τὴν φράσιν «Σταυρὲ βοήθει», τὴν ὁποία προέτασσον τότε τοῦ ἀλφαβήτου. Ὁ δὲ διδάσκαλος, ἀφοῦ εἰς μάτην ἐξήντλησεν ἐναντίον του ὅλας τὰς δευτερευούσας τιμωρίας καὶ ἔσπασεν εἰς τὴν ράχην του δεκάδας ράβδων, ἐδοκίμασε καὶ τὸν περιβόητον φάλαγγα. Ὁ Μανώλης, ὅστις εἶχε φοβεράν ιδέαν περὶ τοῦ διδακτικοῦ τούτου κολαστηρίου, ἀντέταξεν ἀπελπιστικὴν ἀντίστασιν ἀλλ' ὁ καλόγηρος, βοηθούμενος ὑπὸ τῶν πρωτοσκόλων (των αρίστων), κατώρθωσε νὰ συλλάβῃ τὰς γυμνάς του κνήμας εἰς τὸν φάλαγγα καὶ νὰ τοῦ μετρήσῃ εἰς τὰ πέλματα παρὰ μίαν τεσσαράκοντα. (39)
Τὸ παιδίον αἱμάσσον τοὺς πόδας, ὠρκίσθη νὰ μὴ ἐπανέλθῃ πλέον εἰς τὴν κόλασιν ἐκείνην. Ἀλλά καὶ ὁ πατήρ του εἶχεν ὀρκισθεῖ «νὰ τὸν κάμῃ ἄνθρωπον»· δὲν ἤθελε νὰ μείνῃ τὸ παιδί του, ὅπως αὐτός, ξύλον ἀπελέκητον καὶ τὴν ἐπιοῦσαν τὸν ὠδήγησε διὰ τῆς βίας εἰς τὸ σχολεῖον, κλαίοντα καὶ ἰκετεύοντα, καὶ ἔδωκε πρὸς τὸν διδάσκαλον τὴν φοβερὰν παραγγελίαν: «Μόνο τὰ κόκαλα γερά, δάσκαλε». Ὁ δάσκαλος ἠκολούθησεν εὐσυνειδήτως τὴν πατρικὴν ἐντολήν, ἀλλ' ὁ Μανώλης, ὁ ἀμεσότερον ἐνδιαφερόμενος, δὲν συνεμερίζετο τὴν γνώμην τοῦ πατρός του· καὶ μίαν ἡμέραν ἐκσφενδονίσας κατὰ τοῦ δασκάλου τὴν ἐπὶ καλάμου προσηρμοσμένην φυλλάδα, ἐτράπη εἰς φυγήν. Ἀντὶ δὲ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν πατρικὴν οἰκίαν, ὁπόθεν θὰ ὠδηγεῖτο πάλιν τὴν ἐπιοῦσαν πρὸς τὸν φοβερὸν καλόγηρον, ἐτράπη τὴν πρὸς τὰ ὄρη ἄγουσαν καὶ μετά τινας ὥρας εὑρίσκετο εἰς τὴν μάνδραν τοῦ πατρός του.
Ὅταν ἔφθασεν ἐκεῖ ἐπάνω, ἐν μέσῳ τῶν γνωρίμων βουνῶν, τῶν γνωρίμων δένδρων καὶ τῶν γνωρίμων ζώων, τῶν μόνων του ἀληθινῶν γνωρίμων καὶ φίλων, τὸν κατέλαβεν ἡ συγκίνησις καὶ ἡ χαρά του ἀνθρώπου του ἐπιστρέφοντος εἰς τὴν πατρίδα του, τὴν ὁποίαν δὲν ἤλπιζε νὰ ἐπανίδῃ. Καὶ θὰ ἐχοροπήδα ὡς τρελός, ἄν δὲν ἐμετρίαζε τὴν χαράν του ὁ φόβος, ὅτι ὁ πατήρ του θὰ ἤρχετο, διὰ νὰ τὸν ἐπαναφέρῃ εἰς τὸ σχολεῖον. Ἡ ἐπιμονὴ αὕτη τοῦ ἐφαίνετο τελείως ἀδικαιολόγητος. Τί τὰ ἤθελε τὰ γράμματα, ἀφοῦ ἔτσι ἦτο τόσον καλά, τόσον εὐχαριστημένος; Αὐτός ὅ,τι ἐπεθύμει διὰ νὰ εἶνε εὐτυχής, τὸ εἶχε· ἤθελε νὰ εἶνε βοσκὸς καὶ ἦτο βοσκός. Διατί τὸν ἀπέσπασαν απὸ τὴν εὐτυχίαν του καὶ τὸν κατεδίκασαν νὰ κάθεται ἐπὶ ὥρας ἀκίνητος, ὑπὸ τὴν ἀπειλὴν τῶν βλοσυρῶν βλεμμάτων ἑνὸς κακοῦ ἀνθρώπου, μεταξὺ τεσσάρων τοίχων; Διὰ νὰ μάθῃ γράμματα; Τί νὰ τὰ κάμῃ τὰ γράμματα; Αὐτὸς πάντοτε θὰ ἐγίνετο βοσκὸς καὶ κανεὶς απὸ τοὺς βοσκοὺς ποὺ ἐγνώριζε δὲν ἦτο γραμματισμένος. Εἶχεν ἄλλως σχηματίσει πεποίθησιν ὅτι ἦτο ἀδύνατον νὰ μάθῃ γράμματα. Τὰ εἶχε πάρει ἀπὸ φόβον. Ἔπειτα ὁ τρόμος, τὸν ὁποῖον τοῦ ἐνέπνευσεν ὁ δάσκαλος, τοῦ ἔφερε τοιαύτην ταραχήν, ὥστε παρέλυεν ἡ μνήμη καὶ γλῶσσα τοῦ ὁμοῦ. Διὰ νὰ συνηθίσῃ νὰ μὴ λέγῃ τὸ Α ἄφλα, ἔφαγε ἀμέτρητα χαστούκια· ἅμα δ' ἐμάνθανεν ἕν τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου, ἐλησμόνει τὸ προηγούμενον καὶ ἅμα ἤρχετο πλησίον τοῦ ὁ δάσκαλος, τὰ ἐλησμόνει ὅλα ἤ ἔλεγεν ἄλλ' ἀντ' ἄλλων.
Καὶ ὅμως αὐτός, ὅστις δὲν κατώρθωνε νὰ μάθῃ τὰ εἰκοσιτέσσερα γράμματα, ἐγνώριζεν ὅλα τῶν τὰ γιδοπρόβατα ἕνα ἕνα· καὶ δὲν εἶχαν λίγα. Πῶς συνέβαινεν, ὡς βοσκόπουλον νὰ εἶνε ξεφτέρι, καὶ εἰς τὸ σχολεῖον ν' ἀποσβολωθῇ ἔτσι, ὥστε νὰ μὴ διαφέρῃ ἀπὸ τὸ σκαμνὶ εἰς τὸ ὁποῖον ἐκάθητο; Ἠμποροῦσαν τ' ἄλλα παιδιὰ νὰ σφυρίξουν σὰν αὐτὸν καὶ νὰ ρίξουν τὴν πέτρα μακρύτερα «αποβοσκιστή»; Ἤξερε κανεὶς σὰν αὐτὸν τα σημάδια τῶν γιδοπροβάτων; Αὐτὸς καὶ τῶρα, ἄν τὸν ἄφηναν, ἦτο ἱκανὸς ν' ἀρμέξῃ καὶ νὰ τυροκομήσῃ ἀκόμη.
Ὅταν ἐπανῆλθεν εἰς τὰ βουνά του, σἂν νὰ ἔφυγε μία ὀμίχλη σκοτεινὴ ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλόν του καὶ ἕνα βάρος ποὺ ἐδέσμευε τὰ μέλη του. Τοῦ ἐφαίνετο ὅτι ἦτο ἐλεύθερος, ὅπως τὰ πουλιὰ ποὺ ἐπετοῦσαν γύρω του.
Ἐπαναβλέπων τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀδελφούς του, ποτέ δὲν ἠσθάνθη τὴν χαράν, τὴν ὁποίαν ἠσθάνετο ἐπαναβλέπων τῶρα τὰ γνώριμα μέρη, τὰ πρόβατα καὶ τὰς αἶγας, αἵτινες τὸν προσέβλεπον μὲ μίαν ἐνατένισιν εὐχαρίστου ἐκπλήξεως, ὡς νὰ τοῦ ἔλεγον: «Καλῶς τονε! τί μᾶς ἔγινες τόσον καιρόν;» Καὶ μὲ γενικὸν κωδωνισμὸν ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἐώρταζαν τὴν ἐπάνοδόν του. Ἡ ἀληθινή του οικογένεια ἦσαν τὰ ἄκακα ἐκεῖνα ζώα καὶ τ' ἀκόμη ἀγαθότερα δένδρα, καὶ οἱ βράχοι, καὶ τ' αγριολούλουδα ποὺ τοῦ ἀπηύθυνον, ἔλεγες, φιλικὸν χαιρετισμόν, ὅπως ἐσείοντο εἰς τοὺς κρημνούς. Ὅλα, ζωντανὰ καὶ ἄψυχα, τοῦ ἐγελούσαν μὲ στοργήν, τὴν ὁποίαν μόνον εἰς τὸ μητρικὸν ἵσως πρόσωπον ἔβλεπε. Καὶ αὐτοὶ οἱ κόρακες, οἵτινες διήρχοντο, κρώζοντες ὑψηλὰ εἰς τὸν ἀέρα, τοῦ ἐφαίνοντο φίλοι.
Οἱ σκύλοι τῆς μάνδρας εἶχαν σπεύσει εἰς προϋπάντησίν του, τρελοὶ ἀπὸ χαράν. Ὅταν δὲ συνηντήθησαν, ὁ Μανώλης ἐκυλίσθη μετ' αὐτῶν ἐπὶ τῶν χόρτων, ἀποδίδων τὰς θωπείας, ὡς σκύλαξ, καὶ ὁμιλῶν πρὸς αὐτούς ὡς νὰ ἦσαν ἄνθρωποι:
— Ἐσεῖς ἐλέετε πῶς δὲ θὰ ξανάρθω στὰ ὠζά, αἴ; Κἐγὼ τὸ φοβήθηκα. Αἴ, μωρὲ παιδιά, κακὰ ποὖνε στὸ χωριό, σὰ σὲ βάλουνε καὶ στὸ σκολειό! Κατέχετε εἶντά 'ναι τὸ σκολειό; Ἕνα σπίτι ποὺ πᾶνε κάθε μέρα τὰ κοπέλια κἐκ' εἶν' ἕνας καλόγερος, ποὺ τόνε λένε δάσκαλο, καὶ τὰ δέρνει.
Ἀπὸ εὐνόητον λεπτότητα, ὁ υἱὸς τοῦ Σαϊτονικολὴ ἀπέφυγε νὰ διηγηθῇ πρὸς τοὺς φίλους του, τὸ ταπεινωτικόν ἐπεισόδιον τοῦ φάλαγγα. Ἐξέφρασε μόνον πρὸς αὐτούς τὴν ἐναντίον του καλογήρου ἀγανάκτησίν του καὶ εἶπεν ὅτι βέβαια, ἄν τὸν συνήντων καμμίαν ἡμέραν, θὰ τοῦ τὸν ἐσυγύριζαν καλὰ μὲ τὰ δόντια των.
Ὡς προέβλεπεν ὁ Μανώλης, ὁ πατήρ του μετέβη εἰς τὴν στάνην, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν ὲπαναφέρῃ διὰ τῆς πειθοῦς ἤ καὶ διὰ τῆς βίας εἰς τὸ σχολεῖον. Μετέβη πολλάκις, ἀλλ' εἰς μάτην ἐκοπίασεν. Ἅμα τὸν ἔβλεπεν ὁ Μανώλης, ἔφευγεν ὡς ἀγρίμι, καὶ ἐκραύγαζε κλαίων:
— Δὲ θέλω γράμματα! Δὲ θέλω!
Ἐφοβέριζε δὲ ὅτι, ἄν ὁ πατέρας του ἐπέμενε, θὰ ἔπεφτε νὰ σκοτωθῇ εἰς τὴν παρακειμένην χαράδραν.
Καὶ εἶχε τόσην εἰλικρίνειαν εἰς τὴν φωνὴν καὶ τόσην ἀποφασιστικότητα εἰς τὸ βλέμμα, ὥστε ὁ Σαϊτονικολὴς ἐφοβήθη ὅτι, ἄν ἐπεχείρει νὰ μεταχειρισθῇ βίαν, θὰ ἐξετέλει τὴν ἀπειλήν του. Ἐπὶ τέλους δὲ ἀπελπισθείς, τὸν ἀφῆκε στὴν ὀργὴν τοῦ Θεοῦ. Θέλω, παιδί μου, νἄχῃς χίλια πρόβατα, μὰ σὰ δὲ θὲς ἐσύ, οὐρὰ μὴν ἀποστάξῃς*. Καὶ θὰ δοῦμε ποιὸς θὰ τὸ μετανοιώσῃ.
Εἰς τήν ἐρημίαν, εἰς τὴν σιγὴν τῶν βουνῶν καὶ τῶν χειμαδίων, ὁ Μανώλης δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐξαγριωθῇ τελείως. Εἰς τοῦτο δὲ συνετέλεσε μεγάλως καὶ ἡ φοβερὰ ἀνάμνησις τοῦ σχολείου. Ὁ φόβος, ποὺ τοῦ ἐνέπνευσεν ὁ δάσκαλος, μετεβλήθη εἰς γενικὴν ἀνθρωποφοβίαν. Ἐφοβείτο μὲ τὸ δέος τοῦ ἀγρίου ζώου καί, ὅπως τοῦτο, ἅμα ἔβλεπεν ἄνθρωπον, ἦτο ἕτοιμος νὰ τραπῇ εἰς φυγὴν καὶ νὰ κρυβῇ. Οἱ μόνοι ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους δὲν ἐφοβεῖτο ἦσαν οἱ σύντροφοί του, ποιμένες καὶ τυροκόμοι, ἡμιάγριοι, ὡς αὐτός. Ἀλλ' ἑνὼ οὗτοι κατέβαινον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν εἰς τὸ χωριό, διὰ νὰ ἐκκλησιάζωνται καὶ μεταλαμβάνουν, ὁ Μανώλης οὐδὲ τὴν ἀνάγκην ταῦτην ἠσθάνετο. Ἀπὸ τὴν θρησκείαν διετήρει μίαν ἰδέαν στοιχειώδη καὶ ἀμυδράν. Ἐγνώριζε συγκεχυμένα τινὰ περὶ Κολάσεως καὶ Παραδείσου, ἤξευρε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» ἀξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, ἀλλ' ἡ προσευχή του συνίστατο κυρίως εἰς σταυροὺς καὶ γονυκλισίας. Ὅταν ἤστραπτε κἐβρόντα, ἐσταυροκοπεῖτο ἔμφοβος, ψιθυρίζων: «Μήστητί μου, Κύριε, μήστητί μου Κύριε!» Διότι τὴν βροντήν ἐθεώρει ὡς τὴν ἀπειλὴν τῆς θείας αγανακτήσεως, ὅπως εἰς τὴν χαρμονὴν τῆς ἀνθισμένης καὶ φωτολουσμένης φύσεως ἔβλεπε τὸ μειδίαμα τῆς θείας ἀγαθότητος. Ὁ Θεός του ἦτο γέρων πελώριος, μὲ βαθὺν λευκὸν πώγωνα καὶ δασείας ὀφρύς, κατοικῶν εἰς τὸν εὐρὺν οὐρανόν, ὁπόθεν τὸ ὀργισμένον του βλέμμα διέχυνε τὴν φρικαλέαν ἀστραπὴν μεταξὺ τῶν νεφῶν.
Δὲν ἐλύπησε τόσον τοὺς γονεῖς του ἡ ἐγκατάλειψις τῶν μαθημάτων, ὅσον τοὺς ἀνησύχει ἡ λήθη τῶν θρησκευτικῶν του καθηκόντων. Ἔτος καὶ πλέον εἶχε παρέλθει ἀπὸ τῆς ἀποδράσεώς του καὶ κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο οὔτε ἐκοινώνησεν, οὔτε ἐλειτουργήθη εἰς ἐκκλησίαν. Καὶ ἔφτυσεν αἷμα ὁ πατέρας του διὰ νὰ τὸν πείσῃ νὰ μεταβῇ εἰς τὸ χωριό, ἁπλώς καὶ μόνον διὰ νὰ μεταλάβῃ. Τοῦ ἔδωκεν ὑποσχέσεις, τὸν ἐφοβέρισεν ὅτι θὰ ἐκολάζετο, τοῦ εἶπεν ὅτι ἡ μητέρα του ἔκλαιεν, ἐπιθυμοῦσα νὰ τὸν ίδῃ, ἀλλ' ἔμεινεν ἀμετάπειστος· μόνον δὲ ὅταν τοῦ εἶπεν ὅτι, ἐπιμένων νὰ μὴ πηγαίνῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ νὰ μὴ μεταλαβαίνῃ, θὰ ἐγίνετο Τούρκος, διότι καὶ οἱ Τούρκοι οὔτε εἰς τὴν ἐκκλησίαν πηγαίνουν, οὔτε μεταλαβαίνουν, ἤρχισε νὰ σκέπτεται καὶ ἐπὶ τέλους συγκατένευσεν.
Εἰς τὸ χωριό κατέβη νύκτα καὶ τὸ πρωὶ μεταβὰς εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐλούφαξεν εἰς μίαν γωνίαν, ὡς λαγός, ὅστις αἰσθάνεται τὸν γύπα περιϊπτάμενον, ἀφοῦ δ' ἐκοινώνησεν, ἀνεχώρησεν ἀμέσως εἰς τὰ ὄρη. Βαθμηδὸν ὅμως ἀνεθάρρησεν, καὶ κατέβαινε δύο καὶ τρεῖς φορὲς τὸ ἔτος, διὰ νὰ πηγαίνῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Διετήρει ὅμως πάντοτε τὴν νευρικὴν ἀνησυχίαν καὶ τὸ σπινθηροβόλημα τῶν ὀφθαλμῶν θηρίου ἀτελῶς δαμασθέντος.
Εἰς τὴν βαθμιαίαν ταῦτην ἐξημέρωσιν συνετέλεσαν πρὸ πάντων αἱ προσπάθειαι τῆς μητρός του, ἥτις συνοδεύουσα αὐτὸν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸν ἐδίδασκε πὼς νὰ φέρεται. Μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ἐπρεπε νὰ μένῃ ἐπ' ὀλίγον εἰς τὴν αὐλὴν τῆς ἐκκλησίας καὶ νὰ χαιρετᾶ τοὺς χωριανούς, θέτων τὸ χέρι ἐπὶ τοῦ στήθους καὶ ὑποκλίνων τὴν κεφαλήν: «Καλὴ μέρα τσ' ἀφεντιᾶς σας». Ἔπειτα ν' ἀκροάται τοὺς χωριανοὺς συζητοῦντας καὶ λύοντας τὰς διαφοράς των, ἐνώπιον τῶν προεστῶν, «γιὰ νὰ παίρνῃ πράξι». Εἰς τὸ τέλος δέ, ὅταν θὰ ἐξήρχετο ὁ παπάς, νὰ πλησιάζῃ, νὰ τοῦ φιλῇ τὸ χέρι καὶ νὰ φεύγῃ. Ὁ Μανώλης ἠκολούθει τὰς συμβουλὰς τῆς μητρός του ἐπί τινα καιρὸν καὶ ἤρχισε μάλιστα νὰ τοῦ ἀρέσῃ ἡ ἐκκλησία, προπάντων ὅταν ἐμοίραζαν κόλλυβα ἤ άρτον.
Ἀλλά δὲν ἠδύνατο ἀκόμη νὰ ἐξοικειωθῇ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τινές δε ἤρχισαν νὰ μαντεύουν τὴν ἀνθρωποφοβίαν του, διότι τοιαῦτα φαινόμενα δὲν ἦσαν τότε καὶ δὲν εἶνε ἵσως ἀκόμη σπάνια εἴς τινα χωριὰ τῆς Κρήτης. Ἡμέραν τινά, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ὁ Βούργαρης, ἕνας ἀστείος χωρικός, τον επλησίασε μὲ τρόπον καὶ αἰφνιδίως δι' ὅλης του τῆς πνοῆς ἐξεφύσησε δοῦπον βροντώδη, πούφ! Ὁ δὲ Μανώλης, ἐκταραχθείς, ὡς αἴλουρος, ἀνεπήδησε καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν, ἐνὼ κατόπιν αὐτοῦ οἱ χωρικοὶ ἀνεκάγχαζον καὶ ἐκραύγαζον, ὅπως κατόπιν λαγοῦ φεύγοντος καὶ καταδιωκομένου ὑπὸ σκύλων:
— Οὐ, μωρέ, πιάσ' τονε!
Μετὰ τὸ κωμικὸν τοῦτο πάθημα, διέκοψεν ἐπὶ μακρὸν πάλιν τὰς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους σχέσεις του. Ὁσάκις δὲ κατέβαινε διὰ να μεταλάβῃ, δὲν ἐχρονοτρίβει πλέον εἰς τὴν αὐλήν, ἀλλ' ἀμέσως ἀνεχώρει.
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSB106/544/3566,14956/index_a_03_01.html (Β' Λυκείου ερώτημα: Γιατί κατά τη γνώμη σας ο Μανόλης δεν έπαιρνε τα γράμματα; Του έλειπε η νοημοσύνη ή για άλλους λόγους και ποιους;)
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΚΟΡΑΗ, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
(Σμύρνη, ~1760)
Πυρωμένος ἀπὸ τόσον ἔρωτα παιδείας ὁ πατήρ μου, ἀκόλουθον ἦτο νὰ φροντίσῃ
τὴν παιδείαν τῶν τέκνων του. Ἂν ὁ πάππος μου ἔζη ἀκόμη, εἰς ἐκεῖνον ἀδιστάκτως ἤθελεν ἐμπιστευθῆ τὴν φροντίδα· ἀλλ’ ὁ θάνατος ἐκείνου τὸν ἠνάγκασε νὰ μᾶς παραδώςῃ εἰς τὸ τότε πρὸ μικροῦ συσταθὲν ἑλληνικὸν σχολεῖον ἀπὸ ἄνδρα Χῖον, Παντολέοντα τὸν Σεβαστόπουλον, τὸ ὁποῖον ἐσχολαρχεῖτο τότε ἀπὸ Μοναχὸν τινά, Ἰθακήσιον τὴν πατρίδα. Ὁ διδάσκαλος καὶ τὸ σχολεῖον, ὠμοίαζαν ὅλους τούς ἄλλους διδασκάλους καὶ τὰ σχολεῖα τῆς τότε Ἑλλάδος, ἤγουν ἔδιδαν διδασκαλίαν πολλὰ πτωχήν, συνωδευμένην μὲ ραβδισμὸν πλουσιοπάροχον. Τόσον ἄφθονα ἐξυλοκοπούμεθα, ὥστε ὁ ἀδελφὸς μου μὴν ὑποφέρων πλέον, παραιτήθη τὴν ἑλληνικὴν παιδείαν καὶ παρὰ γνώμην τῶν γονέων μας.
https://www.aplotaria.gr/wp-content/uploads/ΤΟ-ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ-ΚΕΙΜΕΝΟ-ΤΗΣ-ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ..pdf
ΦΑΝΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
ΚΑΙ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Ο Παπαδιαμάντης, μαθητής του σχολαρχείου στα 1860, ξεχωρίζει για τις επιδόσεις του σύμφωνα και με τη μαρτυρία του δασκάλου του Γ. Γιωργάρα, ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει: «είχε μυαλό, μα ήταν στραβόξυλο και πολλές φορές τον κακομεταχειρίστηκα για τα πείσματα και τη παραξενιά του». Το γεγονός αυτό, αν συνδυαστεί μάλιστα και με τη μαρτυρία του ίδιου εκπαιδευτικού που όταν κάποτε αντάμωσε τον Ππδ. στην Αθήνα «ο τελευταίος μόλις τον πήρε μάτι άλλαξε δρόμο», ερμηνεύει εν μέρει και την έμμεση, αλλά σαφή καταγγελτική στάση του Σκιαθίτη διανοητή, απέναντι σε περιστατικά εφαρμογής αυταρχικής παιδαγωγικής σε όλο το έργο του.
από
http://www.elliepek.gr/documents/8o_synedrio_eisigiseis/Κρουσταλάκης.pdf
ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, Η ΝΕΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
(~1890, Ηράκλειο)
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι- κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα- μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.- Ετούτος είναι ο γιος μου, του 'πε ο πατέρας μου. Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παράδωκε στο δάσκαλο.- Το κρέας δικό σου, του 'πε, τα κόκαλα δικά μου- μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.- Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη- έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.
[....]
Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. *(Ερβαρτιανό σύστημα, του Johann Friedrich Herbart, https://www.ekpaideyo.gr/ekpaideytika-themata/1816--j-f-herbart)* Θαρρούσαμε πως θα 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική· μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος· η Παιδαγωγική έλειπε, θα 'ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή κι άρχισε να βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ό,τι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα· αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα· και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. «Τα μάτια σας τέσσερα, κακομοίρηδες, γιατί αλλιώς, κοιτάχτε εδώ!», είπε και μας έδειξε το βούρδουλα. «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε· όταν κάναμε καμιά αταξία ή όταν δεν ήταν στα κέφια του, μας ξεκούμπωνε, μας κατέβαζε τα πανταλονάκια και μας έδερνε κατάσαρκα με το βούρδουλα· κι όταν βαριόταν να ξεκουμπώσει, μας έδινε βουρδουλιές στ' αυτιά, ωσότου έβγαινε αίμα.
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
— Πού είναι, κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
— Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου.
Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
— Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει.
Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
— Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός!
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A107/391/2583,21824/index06_02.html (Α' Γυμνασίου ερώτημα: O δάσκαλος της τετάρτης δημοτικού είχε θεωρητικά ασπαστεί τις αρχές της Νέας Παιδαγωγικής. Τι νομίζετε ότι πρέσβευε η Νέα Παιδαγωγική και τι εφάρμοζε στην πράξη ο δάσκαλος;)
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΣΚΟΛΕΙΟΥ
(Μικρό Σουλόπουλο Ιωαννίνων ~1870, Ήπειρος)
Επειδή κανένας άλλος διηγηματογράφος δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε ή δεν το σκέφτηκε ή, το σωστότερο, δεν είχε την τύχη τη δική μου, να υποφέρει όσα υπέφερα εγώ στα πρώτα βήματα του μαθητικού μου βίου, και να λάβει ως θέμα τη μαύρη εποχή της νεοελληνικής παιδαγωγικής, που βασίλευε στην ιδιαίτερη μου πατρίδα ως τα 1878 απάνω κάτω, καθώς και σ' όλες τις άλλες ελληνικές επαρχίες που βρίσκονταν κάτω από το σκληρό και βαρύ ζυγό του Τούρκου και του Δασκάλου, σκέφτηκα να το πράξω εγώ, που είμαι ένας από τους παθόντες αυτής της τυραννικής παιδαγωγικής, που λίγο έλειψε, αν δεν σύντρεχαν κάποιες έκτακτες αιτίες, να μείνω για πάντα αγράμματος. Και, μα την αλήθεια, αν δεν επιχειρούσα να συγγράψω αυτά τα λίγα διηγήματα, και τα πλειότερα μάλιστα εδώ στο χωριό μου, στον τόπο που διαδραματίστηκαν, θα κρύβονταν αυτή η παιδαγωγική μας και θα ήταν άγνωστη μέσα στις δίπλες των αιώνων, χωρίς να δώσει λόγο των πράξεων της στην Ιστορία. Ο σκοπός λοιπόν της συγγραφής των διηγημάτων, που βρίσκονται σ' αυτή τη συλλογή, δεν είναι μόνο λογοτεχνικός και ηθογραφικός, αλλά και ιστορικός - και προπάντων ιστορικός. Αλλά κι άλλος ένας ακόμη σπουδαίος σκοπός με παρακίνησε να προβώ σ' αυτή τη συγγραφή- ο σκοπός του να παραστήσω στο σημερινό και τον αυριανόν ελληνικό μαθητικό κόσμο, με πόσα βάσανα και με πόσες τυραννίες και πίκρες μάθαιναν οι καημένοι οι πατέρες του τα γράμματα που μαθαίνει αυτός σήμερα, ή θα μάθει αύριο με τόση λευτεριά, με τόσες διασκέδασες, με τόσα χάδια και με τόσες ευκολίες, έχοντας δασκάλους όχι κακουργομαθημένους τυραννίσκους και αγράμματους το πλειότερο, αλλ' ήμερους ανθρώπους, φίλους του αληθινούς.
Ονειρευόμουν το σκολειό, όχι όπως είναι τα σκολειά, αλλ' όπως το' χε φκιάσει η παιδική μου φαντασία, κι έβλεπα (γιατί δεν είχα ιδεί ως τότε σκολειό με τα μάτια μου) τον Παπ' Αντριά, το δάσκαλο μου, από τη μέση κι απάνω ένα φοβερό δράκοντα, που βαστούσε στο δεξί του χέρι βέργα του δαρμού, σουβλιά και φέλεκα, και στο ζερβί ένα κρανίο πεθαμένου, τα τέσσερα σύμβολα της βάρβαρης παιδαγωγίας, εκείνης της μαύρης γραμματειακής εποχής, ενώ ένα δάφνινο στεφάνι, το στεφάνι του μαθητικού μαρτυρίου, που κυμαίνονταν στον αέρα σαν περιστέρι, ήρθε και πιθώθηκε απάνω στο κεφάλι μου.
Ο Παπ' Αντριάς, ο δάσκαλος μας, γνήσιος εκείνου του καιρού, χωρίς να' ναι καλύτερος ή χειρότερος από κανένα συνάδερφο του, όχι βέβαια στες γνώσες και στη μάθηση, αλλά στην παιδαγωγική μόρφωση, ήταν ένα είδος τύραννου, ένα είδος βασανιστικός δήμιος, που εκείνους που βασανίζουν τους μάρτυρες της θρησκείας μας που άγιασαν. Είχε εξορισμένο το γέλιο ή το μειδίαμα από τα χείλια του κι από το πρόσωπο του και φημίζονταν στα περίχωρα μας ως πολύ καλός δάσκαλος, γιατί έδερνε αλύπητα και τιμωρούσε ασυνείδητα, και τον παρομοίαζαν στην παράλογην αυστηρότητα με το δάσκαλο τον Καλτσόγια από του Γραμμένου, τη γενέτειρα των Ζωσιμάδων [...].
Άμα έφυγε η μάνα μου, ο δάσκαλος, άγριος και βλοσυρός, άρπαξε μια βέργα από τες κρεμασμένες στον τοίχο και την τσάκισε στες πλάτες και στους αρμούς του Μήτρου, επειδή δεν ήθελε να ’ρθει μόνος του στο σκολειό, κι ενώ ο άμοιρος αυτός φώναζε μ’ όλα του τα δυνατά:
─ Έφταιξα ο μαύρος, δάσκαλε! Δεν το ματακάνω!
Ο δάσκαλος εξακολουθούσε να σπάζει βέργες απάνω του!
Ύστερα από το γενναίο δαρμό του Μήτρου και το λύσιμό του, μας έδωκε ολωνών ο δάσκαλος από ένα πλατύ κόκκαλο, πλάτη τραγίσια, που ήταν απάνω γραμμένο με το χέρι ένας σταυρός, αρχή - αρχή τα εικοσιτέσσερα γράμματα της Αλφαβήτας κι οι δέκα αριθμοί.
Από την αριστερή άκρη αυτής της κοκκάλας, που ’ναι σαν γωνιά τριγώνου, κρέμονταν δεμένο με σπάγκο ένα λιανό ξυλαράκι σε σχήμα και μέγεθος κοντυλοφόρου, που λέγονταν «δειχνί», γιατί θα δείχναμε μ’ αυτό τα γράμματα που θα μαθαίναμε να διαβάζομε.
Άμα τέλειωσε η διανομή αυτού του παράξενου μονοσέλιδου κι άχαρτου βιβλίου, άρχισε ο δάσκαλος να μας διαβάζει όλους μαζί, κι εμείς επαναλαβαίναμε σαν παπαγάλοι ό,τι μας έλεγε αυτός, δείχνοντας με το δειχνί το κάθε ψηφί.
─ Σταυρέ, βοήθει μοι! Άρχισε ο δάσκαλος. Το δειχνί στο σταυρό απάνω!
─ Σταυρέ, βοήθει μοι! Επαναλαβαίναμε κι εμείς. Το δειχνί στο σταυρό απάνω!
─ Όχι, μωρέ ζαγάρια, το δειχνί στο σταυρό απάνω! Φώναζε ο δάσκαλος με θυμό.
─ Όχι, ζαγάρια, το δειχνί στο σταυρό απάνω! Επαναλάβαμε κι εμείς πάλε μηχανικά, κι όσο να καταλάβομε ότι δεν έπρεπε να επαναλαβαίνουμε τη φράση «το δειχνί στο σταυρό απάνω», πέρασε κάμποση ώρα κι έφαγαν αρκετούς μπάτσους ο Γιώργος, ο Μήτρος κι ο Γιάννης, οι συμμαθητάδες μου.
─ Άλφα, ο δάσκαλος. και το δειχνί απάνω στην άλφα, που ’ναι ύστερα από το σταυρό.
─ Άλφα! Κι εμείς όλοι μαζί.
─ Βήτα! ο δάσκαλος. Βήτα! κι εμείς.
─ Γάμα! ο δάσκαλος. Γάμα! κι εμείς.
─ Δέλτα! ο δάσκαλος. Δέλτα! κι εμείς.
─ Έψιλον! ο δάσκαλος. Έψιλον! κι εμείς.
─ Ζήτα! ο δάσκαλος. Ζήτα! κι εμείς.
─ Ήτα! ο δάσκαλος. Ήτα! κι εμείς.
─ Θήτα! ο δάσκαλος. Θήτα! κι εμείς.
─ Γιώτα! ο δάσκαλος. Γιώτα! κι εμείς.
─ Κάππα! ο δάσκαλος. Κάππα! κι εμείς.
─ Λάβδα! ο δάσκαλος. Λάβδα! κι εμείς.
─ Μι! ο δάσκαλος. Μι! κι εμείς.
─ Νι! ο δάσκαλος. Νι! κι εμείς.
─ Ξι! ο δάσκαλος. Ξι! κι εμείς.
Αλλά ενώ προχωρούσαμε μια χαρά από το Άλφα ως το Ξι, θέλησε να μας πιάσει ο δάσκαλος, αν είχαμε ο καθένας το δειχνί απάνω στο Ξι. Αλλ’ απ’ όλους, εγώ κι η αδερφή μου είχαμε το δειχνί απάνω στο έρημο το Ξι, ενώ οι άλλοι τρεις το είχαν άλλος στο Κάππα, άλλος στο Μι, κι άλλος στο Πι.
Τότε άρχισε στα καλά ο δαρμός με τη βέργα, κι άμα έσπασε η μια, ήταν έτοιμη η άλλη από την κρεμασμένη δεσμίδα.
Ενώ ο δάσκαλος έδερνε, και τα παιδιά έκλαιγαν και φώναζαν, μου είπε σιγά η αδερφή μου:
─ Ξι θα πει ξύλο, και γι’ αυτό στάθηκε ο δάσκαλος σ’ αυτό το ψηφί!
[....]
Η αδερφή μου, ως μεγαλύτερη δέκα χρόνια από μένα, εξόν που ήταν πολύ έξυπνη, είχε και μεγάλη αντίληψη. Ήταν «θηλυκόγνωμη», όπως την έλεγε ο κόσμος του χωριού μας, πὄβλεπε για πρώτη φορά τότε κορίτσι να μαθαίνει γράμματα, γιατί ως τα τότε πίστευαν ότι οι γυναίκες δεν μπορούσαν να μάθουν γράμματα. Η αδερφή μου, λέγω, με βοήθησε πολύ και κατόρθωσα να μάθω μαζί της σε μια εβδομάδα όλο το αλφάβητο, ενώ οι άλλοι έκαναν ακέριους μήνες ώσπου να το μάθουν, κι όταν κατόρθωνε να το μάθει κανείς τους, τον έκανε ο φόβος του δασκάλου να το λησμονάει, όταν έλεγε μάθημα.
[...]
αργότερα αποχώρησε η αδερφή μου, η πρώτη μαθήτρια, μόλις μπόρεσε να μάθει να διαβάζει και να γράφει, γιατί είχαν βουίξει τα περίχωρα εναντίον της πρωτόφανης καινοτομίας, να πηγαίνει κορίτσι στο σκολειό, κι αναγκάστηκε η μάνα μου να την αποσύρει. [...]
[..] Εγώ ήμουν στη μεγαλύτερη τάξη, τη λεγόμενη πρώτη, γιατί ο δάσκαλός μας μετρούσε ανάποδα τες τάξες και βρίσκομουν πέρα από τη μέση του Οκτωηχιού στον «Πλάγιον τέταρτον ήχο», και δεν μου χρειάζονταν παρά πεντέξι μήνες ακόμα, ώσπου να τελειώσω τ’ Οχτωήχι και να μπω στο «Ψαλτήρι» του Δαυίδ, που ήταν ο Όμηρος εκείνης της εποχής, κι όταν θα τελείωνα και το Ψαλτήρι, θα τέλειωναν και τα «έρημα» τα γράμματα.
Τότε εγώ είχα μάθει κι άλλα γράμματα, έξω από τ’ Οχτωήχι: Το «Πάτερ Ημών», το «Παναγία Τριάς», το «Θεοτόκε Παρθένε», το «Πιστεύω εις Ένα», «Την Τιμιωτέραν των Χερουβείμ», το «Είδομεν το φως το αληθινόν» κι άλλα ακόμα, και μπορούσα να εξυπηρετήσω τον παπά, όταν λειτουργούσε, μισοκάνοντας τον ψάλτη, έλεγα και τον «Απόστολο», που με προγύμναζε ο παπάς από την προηγούμενη ημέρα. Τι τραβούσα ο κακόμοιρος, ώσπου να μάθω τον «Απόστολο» της κάθε λειτουργήσιμης ημέρας!
Ο Αναστάσης ήταν στη δεύτερη τάξη και μόλις είχε μπει στ’ Οχτωήχι. Είχε φέρει εκείνη μάλιστα την ημέρα ως δώρο του δασκάλου από το χωριό του μια ριζόπιτα και μια πολύ παχιά ψημένη κότα, γιατί, όταν είχε φτάσει σε κείνο το μέρος του Οχτωηχιού, που αναφέρεται η φράση «τον Αδάμ πεπτωκότα», ήταν μεγαλοσαράκοστο και δεν μπορούσε ο δάσκαλος να φάγει τότε ούτε πίτα ούτε κότα. Για να εξηγηθώ καλύτερα, το «πεπτωκότα» αυτό το εξηγούσαν όλοι οι δάσκαλοι εκείνης της εποχής, ως κι εκείνοι ακόμα που εννοούσαν την αληθινή σημασία του, ότι εσήμαινε πράγματι «πίτα, κότα», για να διαιωνίζεται η υποχρέωση του να φέρνει ο μαθητής στο δάσκαλό του μια πίτα και μια ψημένη κότα, όταν έφτανε σ’ αυτό το μέρος τ’ Οχτωηχιού.
Ο Γιάννης ήταν στην Τρίτη τάξη και κόντευε να τελειώσει τα «πινακίδια» κι επειδή, όταν είχε φτάσει στη φράση «Επ’ αυτά τα πετεινά», που σήμαινε στη δασκαλική γλώσσα του καιρού εκείνου «να φέρεις στο δάσκαλο ένα πετεινό», ήταν το ίδιο μεγάλη σαρακοστή και δεν μπορούσε να φαγωθεί το κανονισμένο «πετεινό», είχε φέρει κι αυτός έναν πελώριο ζωντανό πετεινό, γιατί τον ήθελε ο δάσκαλος για την κοτόστανη του σπιτιού του. Ο Μήτρος ήταν στην Τετάρτη τάξη και μόλις είχε τελειώσει το Άλφα-Ωμέγα, Βήτα-Ψι και μπήκε στα πινακίδια. Τα πινακίδια άρχιζαν από το «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον» και για το «ευλόγει» έπρεπε να φέρει ο μαθητής κάτι του δασκάλου, για να πάρει την ευλογία του [...]
Εκείνη την ημέρα αιστάνονταν μια καταφανή λαιμαργία να μας τιμωρήσει ο δάσκαλος μας ο Παπ' Αντριάς, μ' όλα τα δώρα που του είχαν πάγει τα παιδιά και, μη βλέποντας τ' αγαπημένα του κι απαραίτητα σύνεργα, τες βέργες, τα σουβλιά, το φέλεκα και το κρανίο, γιατί η τα 'χε αφήσει κρεμασμένα στον τοίχο τον νάρθηκα, δεν μπορούσε να εμπνευστεί τη θηριωδία που' χε ανάγκη. Περίφερνε πάνω μας το βλοσυρό του βλέμμα, σαν να ήθελε να μας καταπιεί με τα μάτια του.
Τα μάτια του δασκάλου πετάχτηκαν σαν καρύδια έξω από τες κόχες τους από το θυμό του. Ο Γιώργος στέκονταν ορθός και κλονίζονταν να πέσει, και μεις κλαίγαμε μέσα μας κρυφά μην μπορώντας να τον βοηθήσομε.- Ποιο ψηφί έρχεται, μωρέ, κατόπι από τη ζήτα; Λέγε! Μούγκρισε σαν θεριό ο δάσκαλος, αλλ' ο Γιώργος είχε βουβαθεί από την τρομάρα του, κι έχασε και το ζήτα ακόμα πού βρίσκονταν. Τότε σηκώθηκε, τον άρπαξε το Γιώργο απ' τ' αφτιά, τον σήκωσε ψηλά, τον απόλυσε με δύναμη καταγής κι άρχισε να τον δέρνει αλύπητα, σπάζοντας τες βέργες τη μια κατόπιν από την άλλη [...].- Σήκω απάνου! Είπε ο δάσκαλος και πατέρας στο δύστυχο παιδί, λησμονώντας ότι ήταν πατέρας του. Σηκώθηκε ο Γιώργος, ωχρός από το φόβο τον, σαν κατάδικος που μέλλει ν' ανεβεί στη λαιμητόμο.- Σύρε και στάσου μ' ένα ποδάρι στη ρίζα του δέντρου και σταύρωσε τα χέρια σου. Τον είπε ο δάσκαλος και, γυρίζοντας προς εμάς, πρόσταξε:- Σύρτε και φτύστε τον όλοι! Χωρίς να θέλομε, και με μεγάλη μας λύπη, πήγαμε και τον φτύσαμε...- Ακόμα μια φορά! Μας ξαναπρόσταξε ο δάσκαλος. Τον φτύσαμε και δεύτερη φορά! - Κι ακόμα μία! Τον φτύσαμε και τρίτη φορά! [...]
Ούτε αναίστητος λοιπόν ήταν ούτε βλάκας ο Γιώργος, αλλά είχε αποχτηνωθεί προσωρινά απ' αυτή τη θηριώδικη παιδαγωγική του καιρού εκείνου. Είχε χάσει τον εγωισμό του και τη φιλοτιμία του, όπως και εμείς.
Με μια χειρονομία τον δασκάλου, ξαπλώθηκε τ' ανάσκελα ο Γιώργος,τα γυμνά του ποδάρια μπήκαν στο φοβερό φέλεκα, που βλέπαμε για πρώτη φορά τη χρησιμοποίηση του, κι άρχισε το στρέψιμο του τετράγωνου φελεκόξυλου... Τσιμουδιά δεν έβγαζε ο Γιώργος. Κολοσσός υπομονής το θηρίο! Όταν έφτασε το στρέψιμο ως εκεί που δεν μπορούσε να πάει πλειότερο, κι άρχισε να πέφτει το ραβδί στες γυμνές πατούσες του, τότε έμπηξε ένα βελατό σαν αρνί, το καημένο το παιδί, και ακουγότανε να λέγει πολλές φορές συγκρατούμενα:-Ανάθεμα τα γράμματα! Ανάθεμα τα γράμματα! Ανάθεμα τα γράμματα κι όπου τα 'βγαζε!
Εγώ στρώθηκα καταγής σταυροπόδι κι άρχισα να διαβάζω το μάθημα μου με μιαν αγανάχτηση και μια τέτοια πίκρα στην καρδιά μου, που, αν φτυούσα φίδι στο στόμα, θα το φαρμάκωνα. Ήθελα να διαβάσω το έρημο το μάθημα και να το μάθω σαν άλλες φορές, αλλά δεν μ' άφηνε η λύσσα πόνιωθα μέσα μου για το δάσκαλο μου τον Παπ' Αντριά κιόλο το γένος των δασκάλων. Φούσκωνε μέσα η καρδιά μου, σαν να ήθελε να μου σκίσει τα στήθια και να πεταχτεί ελεύθερη έξω να πάρει αέρα. Και, μη μπορώντας να σταθώ πλειό εκεί, πέταξα καταγής τ' Οχτωήχι μου και κατέβηκα κάτω στο ποτάμι. Εκεί ξαπλώθηκα στα ερείπια ενός ταμπακόμυλου του πάππου μου, που μας τον είχαν κάψει οι Τουρκαρβανίτες στην επανάσταση του 1854, κι εκεί, μακριά απ' το δασκαλικόν εφιάλτη, μ' έπιασαν κάτι λυγμοί, που δεν μ' είχαν πιάσει άλλοτε ποτέ, κι έχυσα τόσα δάκρυα που μούσκεψαν τα στήθια μου. Κλάψε, κλάψε, παραλόγησα και δεν ήξερα πού βρίσκομαι. Έχασα τον εαυτό μου.
Εκείνη τη στιγμή περνούσε μπροστά από το σκολειό μας ένας γέροντας του χωριού μας, ο Λώλης και, βλέποντας τον δάσκαλο να δέρνει, φώναξε:- Να δάσκαλος μια φορά! Αυτός είναι δάσκαλος κι όχι ο Δημήτρης ο Πάσκος στην Κρετσούνιστα, που παίζει το πηδηχτό με τα μαθητούρια του! Πρωτόφαντο πράμα στες μέρες μας, δάσκαλος να παίζει με τα παιδιά! Δεν θέλουν αέρα τα παιδιά! Θέλουν ξύλο κι αγριοσύνη! Αλλιώτικα δεν μαθαίνουν γράμματα και μένουν γκαβά. Το ξύλο μαθαίνει τα παιδιά γράμματα και γνώση, γιατί είναι βγαλμένο απ' τον Παράδεισο, γι' αυτό λέγεται και ξύλο της γνώσεως. Τα λόγια τον γέρο-Λώλη εγκάρδιωσαν πλειότερο το δάσκαλο μας στη δασκαλική του θηριωδία. [...] Ο γερο-Λώλης κοίταζε από μακριά το φοβερό και απαίσιο δασκα- λομαθητικό δράμα κι αιστάνονταν μιαν άρρητη ευφροσύνη στην καρδιά τον, που είχε αξιωθεί το χωριό μας να 'χει τέτοιο δάσκαλο, κι έλεγε μοναχός του:
- Αυτός είναι δάσκαλος! Βλέπεις ξύλο που το τινάζει, κι ας το 'χει και παιδί του. Έτσι πρέπει να 'ναι οι δάσκαλοι. Να τον βλέπουν τα παιδιά και να χέζονται ορθά από το φόβο τους. Πρέπει να τρων οι δάσκαλοι το κρέας των παιδιών και να τους αφήνον μόνο την πέτσα και τα κόκκαλα, για να μπορέσονν να μάθουν γράμματα! Αχ! Να είχα ο καημένος ένα αγγονάκι σ' ηλικία να το 'στελνα σ' αυτόν το δάσκαλο, να μου το κάνει άνθρωπο με γράμματα. Και τα 'λεγε αυτά ο γερο-Λώλης όχι από κακία, αλλά από πεποίθηση ότι πρέπει να 'ναι τνραννικός ο δάσκαλος και σκληρός, για να μάθουν καλά γράμματα τα παιδιά, κι ότι δεν μπορούσαν να μάθουν αλλιώτικα. Η γνώμη του γερο-Λώλη ήταν γνώμη όλης της κοινωνίας τότε.
http://paleochori-lesvos.blogspot.com/2013/04/blog-post_24.html
https://www.academia.edu/2970451/Ο_αυταρχικός_δάσκαλος_στην_παιδαγωγική_πράξη_και_στη_λογοτεχνία_The_authoritarian_teacher_in_pedagogic_practice_and_in_literature
(Χανιά, ~1885)
Είχα δε και συχνά παράπονα εκ μέρους των γονέων. «Δὲν μαθαίνουν, βρε αδερφέ, πράμμα τα κοπέλια. Άδικα χάνουνε τον καιρό τως. Καλλίτερά ’τονε να βλέπουνε τα έχνη (ζώα), να γενούνε βοσκοί. Μα μπορούνε, τζάνε μου, να μαθαίνουνε μοναχά τους τα κοπέλια; Θέλουνε και δασκάλεμα, και συδαύλισμα. Γιάντα τσ' έχουνε τσοι δασκάλους παρά για να τώσε δείχνουνε; Χρειάζεται και λιγάκι ξύλο. Δε λέω να γυρίσωμε στο φάλαγγα, μα μια βιτσια και καμια παλαμιά από καιρό σε καιρό κακό δεν κάνει. Μα σαν τ’ αφήσης ορνικά (ειρηνικά) και αδιαφέντευτα, ίντα θες να κάνουνε; Παιγνίδια και τραβαπάλαιμα. Κοπέλια τα λένε, κοπελίστικα θα κάνουνε»
Τα παράπονα και αι διαδόσεις έφτασαν και μέχρι της Εφορείας. Ἀλλ' η Εφορεία είχε πεποίθησιν εις την ικανότητά μου, ανεξήγητον δι' εμέ τουλάχιστον. Καί τούς παραπονούμενους γονείς απέπεμπαν οι έφοροι με καθησυχαστικάς διαβεβαιώσεις. Νά αφήσουν τον άνθρωπο να κάνη τὴ δουλειά του, όπως ήξευρε και η Εφορεία που τον διώρισε και εγνώριζε την αξία του. Ο Σχολάρχης είχε νέαν μέθοδον. Το ξύλο τ' αφήκανε πιὰ σ' όλον τον κόσμο. Τι γαϊδούρια είναι τα παιδιὰ να τα δέρνουν; Και πώς αυτοί οι δαρμένοι και ντροπιασμένοι θα γενούν άνδρες του πολέμου να πολεμήσουν αύριον την Τουρκιά;;
[ Στην Ελλάδα η φάλαγγα καταργήθηκε ως σχολική πρακτική το 1878, μα αξιοποιήθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) και επί της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974). https://el.wikipedia.org/Φάλαγγας ]
Τα μαθήματα ήρχισαν με μίαν προσλαλιάν προς τους μαθητάς, εις την οποίαν είπα τα εξής περίπου:
«Δεν είμαι από τους δασκάλους τους οποίους εγνωρίσατε μέχρι τούδε. Θέλω να γίνω φίλος σας και όχι τύραννος, να σας φανώ ωφέλιμος και όχι να σας κάμω δειλούς και ταπεινούς· να με σέβεσθε και να με αγαπάτε και όχι να με τρέμετε. Μερικοί από σας άλλως τε κοντεύει να έχετε την ηλικίαν μου. Έως χθες ήμουν και εγώ μαθητής και δεν επιθυμώ να με μισήσετε, όπως εμίσησα εγώ μερικούς από τους δασκάλους μου. Δεν θ' απαιτώ να μαθαίνετε μεγάλα πράγματα, τα οποία να μη σας αφήνουν καιρόν να παίζετε, ως απαιτεί η ηλικία σας. Αλλά τα ολίγα αυτά εννοώ να τα μαθαίνετε καλά. Φρονώ ότι με το γλυκύ θα κάμωμεν καλύτερα την εργασίαν μας, ενώ οι άλλοι δασκάλοι νομίζουν απαραίτητον το ξύλον και τας ύβρεις. Σας παρακαλώ, μη με αναγκάσετε να πιστεύσω ότι έχω άδικον και ότι έχουν δίκαιον οι άλλοι δασκάλοι».
Οι μαθηταί μου ήκουσαν τους λόγους μου με έκπληξιν, ήτις επί τέλους μετεβλήθη εις ακτινοβόλημα χαράς.
— Λοιπόν είσθε σύμφωνοι; τους ηρώτησα.
— Σύμφωνοι, απήντησαν.
Και ετήρησαν την υπόσχεσίν των, όπως ετήρησα και εγώ την ιδικήν μου.
https://www.openbook.gr/otan-imoun-daskalos/