Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Στην πηγάδα της Τιμόκλειας απ' τον φεμινιστή Αλέξανδρο,

μες στο βιαστοπήγαδο
του αρπαχτικού στρατιώτη η τιμή 
δικαίωση δεν βρήκε.

Φοβερὸν τὸ ἐμπεσεῖν εἰς φρέαρ Τιμοκλείας,
καὶ ὡς θηρίον ἐπὶ καταφθορ ἀνθρώπων
τὸν στρατιώτην βιαστὴν καὶ λεηλάτην φονευθέντα,
ἀλλ' ὑφ' ἡγέτου μηδαμῶς δικαιωθέντα. 



paint by Elisabetta Sirani




Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος 22.4



[...]


πυνθανόμενος δὲ μισθοφόρων τινῶν γύναια

μαθαίνοντας πως γυναίκες κάποιων μισθοφόρων (στο μακεδονικό στρατό)

διεφθαρκέναι Δάμωνα καὶ Τιμόθεον Μακεδόνας

είχαν βιάσει ο Δάμωνας και ο Τιμόθεος Μακεδόνες


τῶν ὑπὸ Παρμενίωνι στρατευομένων, ἔγραψε

υπό τη διοίκηση του Παρμενίωνα, έστειλε επιστολή

Παρμενίωνι κελεύων, ἐὰν ἐλεγχθῶσιν,

στον στρατηγό με διαταγή, αν αποδειχτεί η ενοχή τους,

ὡς θηρία ἐπὶ καταφθορᾷ τῶν ἀνθρώπων γεγονότα τιμωρησάμενον ἀποκτεῖναι.

σαν θηρία που έχουν κατασπαράξει ανθρώπους τιμωρώντας να τους σκοτώσει







Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος 12.1





Ἐν δὲ τοῖς πολλοῖς πάθεσι καὶ χαλεποῖς ἐκείνοις ἃ τὴν πόλιν κατεῖχε


Στις πολλές συμφορές και βάσανα εκείνα που την πόλη κατείχαν





Θρᾷκές τινες ἐκκόψαντες οἰκίαν Τιμοκλείας, γυναικὸς ἐνδόξου καὶ σώφρονος,


κάποιοι Θράκες παραβίασαν το σπίτι της Τιμόκλειας, γυναίκας συνετής και φημισμένης,





αὐτοὶ μὲν τὰ χρήματα διήρπαζον, ὁ δ’ ἡγεμὼν τῇ γυναικὶ πρὸς βίαν συγγενόμενος καὶ καταισχύνας,






οι μεν την περιουσία της άρπαζαν, ο δε αρχηγός τη γυναίκα αφού βίασε και ντρόπιασε






ἀνέκρινεν εἴ που χρυσίον ἔχοι κεκρυμμένον ἢ ἀργύριον.






την ανέκρινε αν κάπου τυχόν έχει κρυμμένο χρυσό ή ασήμι






ἡ δ’ ἔχειν ὡμολόγησε, καὶ μόνον εἰς τὸν κῆπον ἀγαγοῦσα καὶ δείξασα φρέαρ,


και αυτή ομολόγησε και μόνο του στον κήπο τον έφερε δείχνοντας πηγάδι





ἐνταῦθ’ ἔφη τῆς πόλεως ἁλισκομένης καταβαλεῖν αὐτὴ τὰ τιμιώτατα τῶν χρημάτων.


εδώ είπε όταν κυριευόταν η πόλη έριξε κάτω τα πολυτιμότερα 
απ' την περιουσία της





ἐγκύπτοντος δὲ τοῦ Θρᾳκὸς καὶ κατασκεπτομένου τὸν τόπον, ἔωσεν αὐτὸν ἐξόπισθεν γενομένη, καὶ τῶν λίθων ἐπεμβαλοῦσα πολλοὺς ἀπέκτεινεν.






σκύβοντας ο Θράκας και τον τόπο εξετάζοντας, τον έσπρωξε όντας πίσω του, και πέτρες πολλές αφού έριξε τον σκότωσε






ὡς δ’ ἀνήχθη πρὸς Ἀλέξανδρον ὑπὸ τῶν Θρᾳκῶν δεδεμένη, πρῶτον μὲν ἀπὸ τῆς ὄψεως καὶ τῆς βαδίσεως ἐφάνη τις ἀξιωματικὴ καὶ μεγαλόφρων, ἀνεκπλήκτως καὶ ἀδεῶς ἑπομένη τοῖς ἄγουσιν·






όταν προσήχθη μπροστά στον Αλέξανδρο από τους Θράκες δεμένη, φάνηκε από την όψη και το βάδισμα αξιοπρεπής και αγέρωχη, ατάραχη και άφοβη ακολουθώντας τους φρουρούς






ἔπειτα τοῦ βασιλέως ἐρωτήσαντος ἥτις εἴη γυναικῶν, ἀπεκρίνατο Θεαγένους ἀδελφὴ γεγονέναι τοῦ παραταξαμένου πρὸς Φίλιππον ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας καὶ πεσόντος ἐν Χαιρωνείᾳ στρατηγοῦντος.






Και όταν ο βασιλιάς ρώτησε ποια τυχόν είναι μεταξύ των γυναικών, αποκρίθηκε του Θεαγένη αδελφή που αντιμετώπισε τον Φίλιππο υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων και πέθανε στρατηγός στη Χαιρώνεια






θαυμάσας οὖν ὁ Ἀλέξανδρος αὐτῆς καὶ τὴν ἀπόκρισιν καὶ τὴν πρᾶξιν, ἐκέλευσεν ἐλευθέραν ἀπιέναι μετὰ τῶν τέκνων






Θαύμασε λοιπόν ο Αλέξανδρος και αυτή και την απάντηση και την πράξη, δίνοντας εντολή να αποχωρήσει ελεύθερη μαζί με τα παιδιά της












Γιώργου Πυργάρη Τιμοκλεία







Σαν έχασαν τη μάχη οι Θηβαίοι




απ' τον στρατό του Αλέξανδρου




κι οι Μακεδόνες πέσανε




σφήκες στην πόλη,




στης Τιμοκλείας το σπίτι




άγριοι Θράκες -αφού τη βίασαν-




την παίδεψαν για θησαυρούς






Τότε η άξια Θηβαία




τον αρχηγό ξεμοναχιάζοντας




παρέσυρε σε σκοτεινό πηγάδι




''Εδώ!'' του είπε, μα καθώς




εκείνος έσκυψε να δει, τον έσπρωξε




και πέτρες ρίχνοντας από ψηλά




σκότωσε τον άπληστο φωνάζοντας




''Αυτά παθαίνουν, όσοι κλέβουν τη τιμή




και το χρυσάφι των ανθρώπων!''






......................................






Με αγέρωχη περπατησιά -αν και δεμένη




σε θυμωμένους ανάμεσα στρατιώτες-




και βλέμμα άφοβο η Τιμοκλεία




στάθηκε μπροστά στον βασιλιά




για τιμωρία




μαζί με τα παιδιά της






......................................






''Είμαι η αδερφή του γενναίου Θεαγένη




του στρατηγού που τον πατέρα σου




με σθένος στη Χαιρώνεια πολέμησε




κι ένδοξα έπεσε για τη τιμή της Θήβας




τέτοιο ρηγάτο  αίμα




και στις δικές μου φλέβες, τρέχει.






Μα εσύ, ντροπή των βασιλέων




για τη δική σου δόξα




την πόλη μου ξερίζωσες




της Θήβας όλος ο ανθός




βορά στα όρνια




μύρισε στους δρόμους τους καπνούς




απ' τα καμμένα




άκου τους θρήνους γυναικών




τα ουρλιαχτά των κοριτσιών που κυνηγούν




οι άξεστοι στρατιώτες




τη θλίψη δες αυτών




που παν στα σκλαβοπάζαρα.




Σε  φτύνω Αλέξανδρε




και με τα νύχια τούτα δω, αν δεν κρυβόσουν




πίσω από φρουρούς, θα σ' έγδερνα




κι αν γλίτωνα από δω




αετούς τους γιους θα ανάθρεφα




σαν ποντικό να σε ξεσκίσουν!






Μα ξέρω, δε γλιτώνω




οι τιμημένοι όμως προτιμούν τον θάνατο




από ζωή σκυφτή και μαυρισμένη!''






Και λέγοντας αυτά η Τιμοκλεία




έφτυσε τον Αλέξανδρο




''βίαιον εμπτυσμόν'' λέγει ο συγγραφεύς




''στο πρόσωπο του πορθητού''




που ευθύς διέταξε




να μην πειράξει ουδείς την Τιμοκλεία




τη σπουδαία γυναίκα




παρά στο σπίτι του Πινδάρου με τα τέκνα της




αμέσως να μεταφερθούν






..........................................






''Δεν εννοήσατε όμως ακριβώς




ποιος είναι ο Αλέξανδρος...''




λένε πως είπε ο βασιλεύς




το πρόσωπο σκουπίζοντας






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου