Lullabies that make MΕ feel BLUE
Εμπλάβισάν μου την καρδιά τρεις μπλάβες νανωδίες,
για νανουρίστρας μοναξιά και άνισες εστίες.
Το ένα βραζιλιάνικο, ιαπωνικό το άλλο,
το τρίτο κυκλαδίτικο, τον πόνο τους θα ψάλω.
Τη μπλαβισμένη την καρδιά, 'πο μπλούζικα μινόρε
τη ξεμπλαβίζει το μπλαμπλά κι ο λόγος του ντοτόρε.
Δεν ήξερα πως νάνινά και τη νταντά κοιμίζει,
και την παρηγορά κι αυτή, και πόνο ξεμπλαβίζει.
♫Αν αυτός ο δρόμος ήτανε δικός μου,
θα τον είχα στρώσει με τριαντάφυλλα,
με σκοπό η αγάπη μου να τον περνάει,
κι εγώ να κοιτάω απ' τα παράθυρα.
Όμως τώρα μες στον δρόμο έχει φυτρώσει
ένα δάσος που το λένε Μοναξιά.
Μέσα ζει ένα μικρό αγγελουδάκι,
που έχει κλέψει τη δική μου την καρδιά.
Αν εγώ σου έχω κλέψει την καρδιά σου,
είναι γιατί έχεις κλέψει και εσύ
την καρδιά μου και δεν έχεις καταλάβει
τ' αγγελάκι σ' αγαπά νανουριστή.
τ' αγγελάκι σ' αγαπά νανουριστή.
(Βραζιλιάνικο νανούρισμα σου παίζω, α-
-πο κοτούλα που γελά πιτσιλωτή,
παιδικό πρόγραμμα από τη Βραζιλία,
μοναξιά νταντάς παιδίζει βίντεοκλιπ)
Για κατά λέξη μετάφραση → http://ergotelemata.blogspot.com/2013/05/se-essa-rua-fosse-minha.html, αλλάχτηκαν οι διαμαντόπετρες με τριαντάφυλλα. 150 ετών ανώνυμο τραγούδι και όχι ποίημα μοντερνιστού ποιητού. Τι ακούω; μια βραζιλιάνα φτωχή και ανύπαντρη κάνει τη νταντά σε πλούσιο σπίτι. Μόνη με το παιδί σκέφτεται: «Αν αυτό το παιδί ήταν δικό μου, αν έπαιρνα τον δρόμο να κάνω δικό μου παιδί, θα τον διαμαντόστρωνα τον δρόμο να περάσει η αγάπη μου. Τώρα, όμως, είμαι στο δάσος της μοναξιάς και μπροστά μου ένα μικρό αγγελουδάκι...μου έχει κλέψει την καρδιά. Και τότε ακούει το μωρό να λέει: Αν εγώ έχω κλέψει τη δική σου, είναι επειδή κι εσύ με το τραγούδι σου έκλεψες τη δική μου. Χωρίς το νάνι σου, πώς θα κοιμόμουνα;;»
Και το κατάλαβα χτες διασκευάζοντάς το. Δεν βοηθούσαν και τα βιντεοκλιπ με αγγελάκια και εντομάκια.
Τους σκοτεινούς στίχους φωτίζει με τον τρόπο της και μια παραλλαγή παιδικού emo-metal https://youtu.be/Y_y7gL92qeA, είναι σαν έχει πειράξει μια παιδική ροκ μπάντα ένα λυπητερό ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι, κι από κάτω οι σχολιαστές να λένε...υπάρχει ελπίδα, αυτή η γενιά δεν έχει χαθεί, είναι καλύτερο από το αρχικό...εξωτικά για μας πράματα...
Μυρίζω στις πηγές του τραγουδιου βραζιλιάνικη μεταφυσική και ανισότητα. Δεν θα γραφόταν στην Ελλάδα τέτοιο υπαρξιακό λαϊκό παραλήρημα. Από μια άποψη, καλώς, γιατί είμαστε πιο δεμένες κοινωνίες.
Ανισότητα και κάστες υπάρχουν και στην Ιαπωνία. Εκεί, οι Μπουρακούμιν ήταν Ιάπωνες στον πάτο της κοινωνίας. Το όνομά τους σημαίνει χωριάτες, ενώ παλιότερα, την εποχή της φεουδαρχίας, τους παρίες τους ονόμαζαν eta «βρώμικη μάζα» και hi-nin «μη άνθρωποι». Αυτές οι κοινωνικές μειονότητες, που έκαναν τις βρώμικες δουλειές, είναι οι πρώην ηττημένοι Ιάπωνες στους εμφυλίους πολέμους της χώρας. Μέχρι και στις μέρες μας υπάρχει ρατσισμός. Το 2001 ένας Μπουράκου, υποψήφιος για πρωθυπουργός, υποχώρησε όταν άκουσε από ανώτερο "Θα αφήσουμε αυτούς τους ανθρώπους να μας κυβερνάνε;" Από ένα μπουρακοκόριτσο είναι το επόμενο νανάρισμα. Μετάφραση →http://ergotelemata.blogspot.com/2018/09/blog-post.html εδώ για ηπειρώτικη πεντάτονη γραμμή.
♫Από ένα Μπουρακοχώρι
ήρθα στη Τακέντα εδώ,
μέρα να 'μαι στα χωράφια
και τη νύχτα να κοιτώ
του αφέντη ένα μωρό.
Τώρα νύχτα το μυαλό μου
να ηρεμήσει δεν μπορεί,
όλο πάει και θυμάται
του χωριού μου τη γιορτή.
Χιόνι θάμπωσε το τζάμι,
ενώ κλαίει το μικρό,
και στο πανηγύρι να 'μουν,
θα ντρεπόμουν να σταθώ,
δίχως νέο φόρεμα.
Παραμάνα όλη μέρα,
με το μάρσιπο αγκαλιά,
αδυνάτισα και θέλω
να ονειρευτώ ξανά.
Το πρωί πως φεύγω, πάω,
διασχίζω τα βουνά,
και στην πατρική καλύβα,
παίζω με τ' άλλα παιδιά.
Υπάρχει ένα δεύτερο νάνι από το Ιτσούκι που συμπληρώνει
Είμαι μια ζητιάνα, αυτοί είναι πλούσιοι
με καλή ζώνη και καλό κιμονό.
Ποιος θα κλάψει για μένα, όταν πεθάνω;
Μόνο τα τζιτζίκια στα βουνά.
....
...ε, και να σ' άκουγε η αφέντρα σου....Εμφύλιους και δούλους από εμφύλιους πολέμους είχε και η αρχαία Ελλάδα. Σε μια τέτοια κοινωνία, ο Ακρίσιος, 'αυτός που δεν έχει κρίση', βασιλιάς του Άργους, φοβάται τη νεότερη γενιά, και επινοεί χρησμό, ότι πρόκειται να τον σκοτώσει ο εγγονός του, και έτσι φυλακίζει την άγαμη κόρη του Δανάη εσώκλειστη. Μια παραμάνα φυλάει την πόρτα, αλλά το αγόρι της Δανάης δωροδοκεί βρέχοντας χρυσάφι την ποδιά του φύλακα, και κάνει έρωτα με το εσώκλειστο κορίτσι. Γεννιέται ο Περσέας, ακούει το κλάμα ο παππούς, σκοτώνει την παραμάνα, και μπαουλιάζει κόρη και εγγονό στη θάλασσα, να γίνει φέρετρό τους. (Το δε αγόρι της Δανάης έγινε καπνός σαν τον Λούη και τον Δία, μόλις αντίκρισε ευθύνες και βαριές υποχρεώσεις). Και έτσι κάπου στις Κυκλάδες, πριν αράξει η λάρνακα στη Σέριφο, ο κυκλαδίτης ποιητής Σιμωνίδης από την Τζιά, άκουσε εγκιβωτισμένο νανούρισμα στο παρακάτω παραλήρημα:
♫Μέσα στην κασέλα την πλουμιστή,
με τον άνεμο απέξω να λυσσομανεί
και τον φόβο της ζωντανής θάλασσας,
ερείπιο να τη ρίχνουν,
γέμισαν δάκρυα της Δανάης τα μάγουλα,
μ’αγάπη αγκάλιαζε τον Περσέα και τού 'λεγε:
«Γιέ μου,τί πόνο έχω. Εσύ βαθειά γλυκόκοιμάσαι,
η καρδούλα σου δεν ξέρει, γερμένο πάνω στα πικρά,
τούτα ξύλα, τα χαλκοκάρφωτα,
που λάμπουν τούτη τη νύχτα στα γαλάζια σκοτάδια.
Και ενώ περνά η πυκνή, πάνω απ' τα μαλλάκια σου,
αυτή η αρμύρα, κι όμως δεν νοιάζεσαι, ούτε για τον άνεμο
που βογγολογά...έτσι τυλιγμένος στον κόκκινο μανδύα, προσωπάκι μου όμορφο....Αν μπορούσες να νιώσεις
τον έξω τρόμο, θ' άνοιγες τ' αυτάκι σου στα λόγια μου...
μ' αφού έτσι προτιμάς, κοιμήσου μωρό μου, σε παρακαλώ...
να κοιμηθεί το κύμα μαζί και τ' άμετρο κακό»....
κι ας φανεί μιαν αλλαγή στη θέληση σου πατέρα μας Δία ....συγχώρεσε με την ορφανή, αν είναι τολμηρή,
ή άδικη τούτη η προσευχή.
Απόσπασμα με κενά ενός μεγαλύτερου ποιητικού έργου. αρχαίο κείμενο εκεί → http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=94 Δεν είναι απαραίτητο να μπεις σε βαρέλι στη θάλασσα για να νιώσεις όπως η Δανάη, και για νάνουρο κάτ' απ' τον τρόμο μιας καταιγίδας ταιριάζει, και οποιοδήποτε θόρυβο εξωτερικό του χώρου κοίμησης του μωρού, όπως οικογενειακοί καυγάδες και φασαρίες στον δρόμο. Αυτή είναι η θεματική και ουσία του, έξω φασαρίες, και εγώ πρέπει να σε κοιμίσω. Μην παραπλανά το επίχρισμα του μύθου, το νανούρισμα είναι αυτόνομο, με τη δική του δυναμική. Κι αν δεν σου αρέσει ο επίλογος της προσευχής, μπορείς να πεις → Χρυσή βροχή, έπαιξες, χάρηκες, και τώρα εξαφανίστηκες, ενός παιδόφοβου παππού την ακρισιά φοβήθηκες. Και πέρα από το μύθο. → Οι άντρες έξω παίζουνε με βόμβες και μαχαίρια, παιδί μου δεν σ' αφήνουνε ύπνο στα δυο μου χέρια. Αφορμή για άλλου τύπου Δανάες.
Parallel reading → https://www.pbs.org/newshour/science/many-lullabies-murder-ballads με θέμα, γιατί υπάρχουν σκοτεινά νανουρίσματα; δίνει μια καλή απάντηση, ότι ο τραγουδιστής είναι μόνος χωρίς ακροατή επί των στίχων, γιαυτό μπορεί να πάει το θέμα, όπου του καπνίσει η καρδιά του, ποιος θα τον κρίνει; Αλλά δεν με συγκινεί η ξεκρέμαστη μελαγχολία, ο ξεκάρφωτος τρόμος, και το δράμα που δεν δίνει λύση. (Τέχνη δίχως λύση, άχρηστο ναρκίσι.)
Τα τρία έχουν εξωτερική σοβαρή αιτία που γράφτηκαν τέτοιοι στίχοι. Το πρώτο, η μοναξιά της νταντάς που δεν έχει δικό της παιδί, το δεύτερο, η κούραση ενός εργαζόμενου ανήλικου κοριτσιού, που στην ηλικία αυτή θα έπρεπε να παίζει, και τρίτο, το εξωτερικό περιβάλλον που εμποδίζει την κοίμηση του μωρού. Και τα τρία στέκουν ως αυτόνομα τραγούδια πέρα από νανούρισμα. Και τα τρία δίνουν μια κάποια λύση, στα πλαίσια της τέχνης, στο πρώτο, απαντά το μωρό και λέει κι εγώ σ' αγαπώ, στο δεύτερο ονειρεύεται το πατρικό της, το τρίτο μετατρέπεται σε προσευχή. Χώρια τους υπαρξιακούς και κοινωνικούς προβληματισμούς που τα συνοδεύουν.
Μπλαβίζω και παραμιλώ, νιώθουνε, λέει, γαλάζια,
γιατί εμείς στερήσαμε στη γλώσσα τέτοια χάδια;
Αν δρόμος πόνου ερχότανε, γινότανε δικός μου,
γαλάζιο θα τον έβαφα με το κωπήλατό μου.
Τον κωπηλάτη ναύτη μου, που αισθάνεται όλος μπλε,
πολύχρωμο αεροκάτσικο, καλεί: «σε γλέντι μπε»!
Λένε πως νανουρίζουνε τα βρέφη οι μεγάλοι,
μα αυτοί ψυχογιατρεύουνε κατάδικό τους χάλι.
Ναναριστή τα λόγια σου, μέτρα καλά γιατί,
μεθαύριο απ' το κοπέλι σου μπορεί να ερωτηθείς
«Πε μου μ' ιντά νανούριζες, κυρά, την αφεντιά μου,
είχε καμιάν υπόθεσ|ή, τζάμπα άκουγαν τα αυτιά μου;;»
:-0
Αν δρόμος πόνου ερχότανε, γινότανε δικός μου,
γαλάζιο θα τον έβαφα με το κωπήλατό μου.
Τον κωπηλάτη ναύτη μου, που αισθάνεται όλος μπλε,
πολύχρωμο αεροκάτσικο, καλεί: «σε γλέντι μπε»!
Λένε πως νανουρίζουνε τα βρέφη οι μεγάλοι,
μα αυτοί ψυχογιατρεύουνε κατάδικό τους χάλι.
Ναναριστή τα λόγια σου, μέτρα καλά γιατί,
μεθαύριο απ' το κοπέλι σου μπορεί να ερωτηθείς
«Πε μου μ' ιντά νανούριζες, κυρά, την αφεντιά μου,
είχε καμιάν υπόθεσ|ή, τζάμπα άκουγαν τα αυτιά μου;;»
:-0
https://vimeo.com/62528034
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατάμπλαβο νανούρητό η μάνα να χωρίζει,
Διαγραφήτο βρέφος της, κι ο θεατής μια λύση να μη δίδει.
Qué linda manito que tienes tu?
Μωρό που ξεγελάστηκες με απάτης νανινά,
να μην ξεχνάς η μάνα σου σ' έδωσε απ' αμυαλιά.
Ίσως αρνιόταν κύρης της ζωή που περισσεύει.
Κοίτα να βρεις άλλη μαμά, αλήθειες να νανεύει.