«αχώνευτοι οι ζωντανοί, συχωρεμένοι οι νεκροί»
από ένα κυπριακό αντίστοιχο «Καημό Αναχώρησης»
ένα χρόνο πριν αρχίσει η ΕΡΤ,
το 1965 στη μοναδική
τηλεοπτική του συνέντευξη στον Κώστα Σερέζη του ΡΙΚ,
πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου Απολλωνία στη Λεμεσό,
στην Κύπρο που πιότερο, όπως λέει, τον αγάπησε,
και εκεί είχε τους καλύτερους φίλους.
Μετά τον ποιητή Γλαύκο Αλιθέρση,
όχι μόνο αναφέρει τον Δημήτρη Λιπέρτη,
αλλά απαγγέλλει και οχτώ στίχους του
στα κυπριακά από το ποίημα με τίτλο
«Βούττημαν ήλιου»,
(βούτηγμα, δύση/κατάδυση ηλίου)
μια ερωτική επιστολή,
όπου ο εραστής καλεί την ερωμένη
να έρθει στην κηδεία και στο μνήμα του,
γιατί, κι αν δεν χωνεύουνε τους ζωντανούς,
τους πεθαμένους συγχωρούν.
εδώ σε μελοποίηση από τον Κώστα Κακογιάννη
Άρκον ποννά με παίρνουσιν οι τέσσερις κ̌ι εμέναν,
(Αύριο που θα με παίρνουν οι τέσσερις κι εμένα)
μέσα σ’ κ̌ειν την ανακατωχ̌ιάν
(μέσα σε κείνη την ανακατωσιά)
έλα κ̌ι εσού στην εκκληχ̌ιάν,
(έλα και συ στην εκκλησιά)
μεν αντραπείς κανέναν.
(να μην ντραπείς κανένα)
~~~~
Αγάπουν σε εξωψυχ̌ής κ̌ι εννά σε *καταχνώσουν·
(Σ' αγαπούσα με την ψυχή μου και θα σε κατακρίνουν)
*[αρχ. καταγιγνώσκω, καταδικάζω]
αν είσαι κόρη σπλαχνικ̌ή,
(αν είσαι κόρη σπλαγχνική)
μεν περαρκήσεις, έρκου κ̌ει,
(μην παραργήσεις, έλα εκεί)
πριχού να με λουκκώσουν.
(πριν με βάλουν στον λάκκο).
~~~~
Τους ζωντανούς εν πόχουσιν μάχ̌ην κ̌ι εν τους χωνεύκουν,
(Τους ζωντανούς είναι που 'χουν έχθρα και μάχητα,
και δεν τους χωνεύουν)
τους πεθαμμένους συχχωρούν·
(τους πεθαμένους συγχωρούν)
εν φούχτα χώμαν κ̌ι εν μπορούν,
(είναι μια χούφτα χώμα και δεν μπορούν)
κόρη, να τους παιδεύκουν.
(κόρη να τους παιδεύουν)
~~~~
Ππέφτει τους πκιον μακάριση κ̌αι ψυσικόν διούσιν,
(Τους τυχαίνει πλέον μνημόνεμα και ψυχικό δίνουν)
γιατί ‘πού τον ψεματινόν
(γιατί από τον ψεύτικο)
πηαίνουν στον αληθινόν
(πηγαίνουν στον αληθινό)
κόσμον, κ̌ι εννά κριθούσιν.
(κόσμο, και θα κριθούνε)
~~~~
Αν μεν μου κάμουν κόλλυφα στες τρεις, με σαραντάριν,
(Αν δεν μου κάνουν κόλλυβα τριήμερα, και σαράντα)
μήτε στον χρόνον λουτουρκάν,
(μήτε στο χρόνο λειτουργιά)
πάρουμουν για παρηορκάν
(τουλάχιστο για παρηγοριά)
κάμε μου τουν την χάριν.
(κάνε μου τούτη τη χάρη)
~~~~
Βούττημαν ήλιου κ̌ι ύστερις τέλεια ποννά σιγράσει
(Στο ηλιοβασίλεμα και μετά, όταν καλά θα βραδιάσει)
κ̌αι πόνν’ αδκειάσουν τα στενά,
(και θα αδειάσουν τα στενα)
πον έχ̌ει πλάσμα να περνά,
(που δεν έχει πλάσμα να περνά)
για να σε ξηφαράσει,
(για να σε τρομάξει)
έλα κ̌ι εσού στο μνήμαν μου
(έλα και συ στο μνήμα μου)
κ̌αι μες στον μπότην άψε
(και με στη στάμνα άναψε)
αϊταφίτικον κ̌ερίν,
(αγιοταφίτικο κερί)
κάπνισε, κόρη, νακκουρίν
(βγάλε καπνό, κόρη, για λίγο)
νομάτισ’ με κ̌αι κλάψε.
(πες το όνομά μου και κλάψε)
https://el.wikisource.org/wiki/Βούττημα_ήλιου
___________________________________
σαν να στέλνει μήνυμα
σε κόρη και κοινωνία:
«Αποδέξου μας καλύτερα ζωντανούς,
παρά νεκρούς συχωρεμένους»
παρόμοιο μήνυμα στέλνει ο Καββαδίας
στο αγαπημένο του ποίημα,
που έγραψε πριν πρωτοταξιδέψει
(Πόνος φυγής/Καημός αναχώρησης)
«Κοινωνία, γονείς, και δειλέ εαυτέ μου,
αποδεχτείτε με ζωντανό στα όνειρα
και τα ταξίδια μου,
ή νεκρό στην ασφάλεια του γραφείου».
Δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο
κυπριακό ποίημα συνυπάρχει στο ίδιο βίντεο
με το δικό του.
_______________________________________
τέλος,
το ότι δήλωσε πως στην Κύπρο τον αγαπήσανε καλύτερα,
σε συνδυασμό με τον στίχο περί παιδέματος των ζωντανών,
ίσως ακούγονται σαν υπαινιγμοί για τη μη αποδοχή του
από τη γενιά του, τη γενιά του 30.
Ενώ οι νεότερες γενιές
που τον έμαθαν και μαγεύτηκαν από τις μελοποιήσεις
του Γιάννη Σπανού, Μαρίζας Κωχ και Θάνου Μικρούτσικου,
πιθανόν να προσγειώνονται
από την ονειρώδη ναυτοσύνη
του ποιητή των θαλασσών,
βλέποντας στην οθόνη
να μιλά ένας προσιτός
και καθημερινός άνθρωπος,
σαν να 'ναι βγαλμένος
από ελληνική ταινία της εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου