Ὅσον βαρὺς ὁ πέλεκυς,
ἔμμεναί μεν,
βαρὺ καὶ μέλαν εἷμα,
οἴμοι, περιβληθὲν γὰρ κἀγώ,
κόσμε πλάνε,
ὑπὲρ μεταστάσης ἀγάπης.
Οἴμοι, εἶχον,
καὶ ἐστέρημαι τοῦ μωροῦ μου,
μέμνημαι καὶ στένω:
Ῥαγήτω γῆ, κἀμὲ κατελθεῖν,
κόσμε πλάνε,
οὐδὲν ἐθέλω ὁρᾶν.
Όσο βαρούν τα σίδερα αμάν αμάν
βαρούν τα μαύρα ρούχα
γιατί τα φόρεσα κι εγώ, κόσμε ψεύτη
για μια αγάπη που `χα.
Αμάν είχα και στερήθηκα το μωρό μου
θυμούμαι και στενάζω
άνοιξε γης μέσα να μπω, κόσμε ψεύτη
κόσμο να μην κοιτάζω.
Όταν το πρωτοάκουσα, φανταζόμουν ένα φυλακισμένο να χτυπάει τα σίδερα της φυλακής. Η δεύτερη ανάγνωση, που ήταν μέχρι και χτες, φανταζόταν ότι όσο βαράνε τα όπλα, τα σιδερικά, τόσο βαράνε, πληγώνουν τα μαύρα ρούχα. Και χτες, ψάχνοντας αγγλικές μεταφράσεις, βλέπω «όσο βαριά τα σίδερα, βαριά τα μαύρα ρούχα». Θα μπορούσε έτσι να είναι ο στίχος, ή μισός «βαριά τα σίδερα», μισός «βαρούν τα ρούχα». Αλλά ο μερακλής ο Φουσταλιέρης προτίμησε από το συγκεκριμένο την πολυσημία. Δανείστηκε ένα δίστιχο από ένα θρακιοπολίτικο/μικρασιάτικο
που είχε ηχογραφηθεί το 1910 στην Πόλη με τη Μαρία Παπαγκίκα. Το 1938 με τη φωνή του Μπαξεβάνη βγήκε το κρητικορεμπέτικο. Ο Φουσταλιέρης ήταν ο ρεμπέτης της Κρήτης, το Στελάκι από την Κρήτη, όπως τον έλεγαν στον Πειραιά. Περισσότερα στο κομμάτι του εθνομουσικολόγου Λάμπρου Λιάβα http://videosmusicview.blogspot.com/2013/07/blog-post.html, γνωστός τηλεοπτικά για την παρουσίαση της εκμπομπής «Το αλάτι της γης».
Επί του αρχαίου άλατος, τώρα. Ο πέλεκυς είναι βαρύτερος από τον σίδηρο. Το μέλαν εἷμα, (μαύρο ρούχο), το βρίσκεις στους μελανείμονες/μελανειμονούντες, μαυροφορεμένοι. Το «ἔμμεναί μεν», ηχοποιητική απόδοση του αμάν, άμαν, σημαίνει «όντως βέβαια»...(μεν ορφανό, σχήμα ανανταπόδοτο, χωρίς το δε), και «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων», όπου δεν εννοεί ἔμμενε, να έχεις εμμονή, αλλά ἔμμεναι, ομηρικό απαρέμφατο του αττικού εἶναι, to be, που στο κείμενο έχει θέση επιρρήματος, όντως.
Το πιο κοντινό στο αμάν είναι το «οἴμοι, οἴ + μοι, αλίμονό μου». Το αντίστοιχο δικό μας ωιμέ, ώι+με. Θα μπορούσε να πάρει ένα νι;; Συνθέτοντας δωρικά, οἴ + ἐμίν = οὖμιν, με την κράση και αναβίβαση τόνου, ή αν αναφέρεται σε πολλούς, οἴ + ἡμῖν = οὔμιν. Δεν λέμε όμως, ωιμάς, γιατί η λύπη είναι προσωπικό βίωμα. Οπότε εμμένω στο «ἔμμεναί μεν, όντως βέβαια».
Το «μεταστάσης αγάπης» είναι από τα λόγια προς την τελευταία κατοικία «της μεταστάσης δούλης (μεταστάντος δούλου) σου, ανάπαυσον». Μετάσταση/μεθίσταμαι, αλλάζω στάση και τόπο, μετακινούμαι. Ραγήτω γη/ να ραγίσει η γη, ράγηθι/ άνοιξε, ράγισε γη.
Και έτσι, με όλα τούτα τα βαρέα, ο περιβληθείς, ή περιβληθείσα έγιναν ουδέτερο περιβληθέν...ντυμένο και εγώ τα μαύρα. Εδώ είναι έτοιμος/η να ανοίξει τη γη να πάει να βρει το ταίρι, και έχει εγωισμό να πει ότι ήταν περιβληθείς, ή περιβληθείσα;; ένα με τη γη νιώθει, ένα πράμα ουδέτερο, έτσι όπως τον/την βάρυνε η λύπη.
Σώμα κρουστό που το βαρούν λύπες ενός χειμώνα,
μες στο κατακαλόκαιρο αδιάφορης ροής,
στην αγκαλιά σου να χαθώ,
δεν θέλω τίποτα να βλέπω.
Κρουστό σώμα (percussive body), ή κοινώς, body percussion, κρουστά σώματος, σωματικά κρουστά.
Από το έργο της Δήμητρας Τρυπάνη, «Διδυμάνες», χωρωδιακή εκτέλεση του «Όσο βαρούν τα σίδερα» με κρουστά σώματα από τη Μικτή Χορωδία Αρμονία Πρέβεζας.
με αφορμή χτεσινό οπτικοαστικό δώρο
από τη Λένα Χατζηγεωργίου.