A winter's day
In a deep and dark December;
-Με χρώματα, στίχους και γραμμές
θά φτιαχνε, λέει, πανοπλία ποίησης·
Άραγε το κατάφερε ποτέ;
ή πνίγηκε από συγκίνηση;
-Εν περιπτώσει μόνη, ναυαγισμένο πιόνι,
Δεκέμβρη είκοσι κι επτά
προσάραξε κι ασπιδωμένη
ντύθηκε σε βραχονήσι χλαίνη:
ντύθηκε σε βραχονήσι χλαίνη:
-Δίχως λέξεις και λύπες πολλές, ε δ ώ επι ζ ώ.
Απέραντα γύρω μου τα κύματα, κι ας ύψωσαν τείχη.
Ριζωμένο ονειρεύομαι τ' ανείδωτα, τώρα, να δω.
Τον νου μου τρέχουνε εργαστηρίου ήχοι·
Πράγματα, έξω, έλεγα, πολλά να κάμω είχα.
Μα σαν τα τείχη ύψωναν δεν είδα σήμα για να τρέξω.
Από τον εγκοινωνισμό απείχα.
Μόνο μου με έβγαλα απ' τη σκακιέρα απέξω.
by Paul Simon, (1941)
In a deep and dark December;
I am alone,
Gazing from my window to the streets below
On a freshly fallen silent shroud of snow.
I am a rock,
I am an island.
I've built walls,
A fortress deep and mighty,
That none may penetrate.
I have no need of friendship; friendship causes pain.
It's laughter and it's loving I disdain.
I am a rock,
I am an island.
Don't talk of love,
But I've heard the words before;
It's sleeping in my memory.
I won't disturb the slumber of feelings that have died.
If I never loved I never would have cried.
I am a rock,
I am an island.
I have my books
And my poetry to protect me;
I am shielded in my armor,
Hiding in my room, safe within my womb.
I touch no one and no one touches me.
I am a rock,
I am an island.
And a rock feels no pain;
And an island never cries.
Κ.Π. Καβάφη (1863-1933)
(1918)
Κ.Π. Καβάφη (1863-1933)
(1918)
Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628–655 μ.X.
Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.
Θα θέλουν να με βλάψουν. Aλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.—
Pήματα της καυχήσεως του Aιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νά καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.
(1897)
T Ε Ι Χ Η
(1897)
T Ε Ι Χ Η
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου