Το ποίημα της Νύχτας του πρώτου από τους έξι βάρδους στο σπίτι ποιητή και αρχηγού κέλτικης φυλής στη βόρεια Σκωτία. Συγγραφέας ο σκωτσέζος James Macpherson (1736-1796) που υποστήριζε ότι τα είχε συλλέξει και μεταφράσει στα αγγλικά από κάποιον Ossian, αρχαίο κέλτη ποιητή του 3ου αιώνα. Λόγω της επίδρασης που άσκησε ο Όσσιαν στο κίνημα του Ρομαντισμού, φτάνοντας στο σημείο να συγκρίνεται με τον Όμηρο, θεωρείται από τις πιο επιτυχημένες πλαστογραφίες, fakelore/ψευδοφολκλόρ, στην ιστορία της λογοτεχνίας. (Εκτός από αγγλικά και ελληνικά παραθέτω επίσης την ιταλική λόγω Τυπάλδου, από εκεί μετέφραζε, και τη γερμανική λόγω μελοποίησης από τον Σούμπερτ)
NIGHT is dull and dark. The clouds rest on the hills.
No star with green trembling beam; no moon looks from the sky.
I hear the blast in the wood; but I hear it distant far.
The stream of the valley murmurs; but its murmur is sullen and sad.
From the tree at the grave of the dead the long-howling owl is heard.
I see a dim form on the plain!—It is a ghost!—it fades—it flies.
Some funeral shall pass this way: the meteor marks the path.
The distant dog is howling from the hut of the hill.
She hears the wind in his branchy horns. She starts, but lies again.
The roe is in the cleft of the rock; the heath-cock's head is beneath his wing.
No beast, no bird is abroad, but the owl and the howling fox.
She on a leafless tree: he in a cloud on the hill. Dark, panting, trembling, sad the traveller has lost his way. Through shrubs, through thorns, he goes, along the gurgling rill. He fears the rock and the fen.
He fears the ghost of night. The old tree groans to the blast;
the falling branch resounds.
the falling branch resounds.
It is the light tread of a ghost!—He trembles amidst the night.
Dark, dusky, howling is night, cloudy, windy, and full of ghosts!
The dead are abroad! my friends, receive me from the night.
~~~
Ιούλιος Τυπάλδος (1814-1883) Κεφαλονιά. (Έκδοση το 1915)
Μαύρη είναι η νύχτα ολόμαυρη, κατάχνια κατεβαίνει
μέσ' στο σκοτάδι τ' ουρανού έν' άστρο δεν προβαίνει·
είναι στη λίμνη ταραχή, θολούρα και φοβέρα,
να βόγγει ακούω μέσ' στα κλαδιά του λόγγου τον αέρα.
Μακριά μακριά σαν θλιβερό παράπονο γρικιέται
ο χείμαρρος, που απ' του βουνού την κορυφή πετιέται·
από το δένδρο που έρημο, μνήμα έρημο φυλάει
της νύχτας τ' άχαρο πουλί, βαριά μοιρολογάει.
Για ιδές το τι σηκώνεται πέρα απ' το περιγιάλι·
είναι στοιχειό, σειέται, πετά, ξαναγυρίζει πάλι.
Μέσα στη νύχτα θα διαβεί απόψε πεθαμένος,
ακούς τον σκύλο που αλυχτά στον λόγγο τρομαγμένος;
Τρέμει τ' αλάφι στο βουνό και το κεφάλι γέρνει,
που κρύος αέρας και βροχή ακόπιαστα το δέρνει.
Στου βράχου τη χαραματιά η αγριόγιδα φωλιάζει,
το κεφαλάκι το πουλί, με τα φτερά σκεπάζει
και το θεριό τ' αημέρωτο μέσ' στη σπηλιά τραβιέται
πάλι της νύχτας το πουλί, το άχαρο γρικιέται,
να σκούζει αργά, λυπητερά, εις την ετιά αποκάτου
και ο λύκος ν' αποκρένεται, με βογγητό θανάτου.
Δέρνει η λαχτάρα την ψυχή του δύστυχου διαβάτη,
που μάταια μέσ' στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα.
Αγανακτώντας, τρέμοντας δεξιά ζερβιά κινάει,
βλέπει ένα αυλάκι, προς αυτό σπουδαχτικά τραβάει.
Τα δένδρα ξεριζώνονται και ροβολούν οι βράχοι,
ο αέρας παίρνει τα κλαδιά απ' του βουνού τη ράχη·
έν' άγριο φάντασμα θεριού, που αντίκρυ μεγαλώνει
και μέσ' στο στήθος μου η καρδιά ακίνητη παγώνει.
Νύχτα γεμάτη τρικυμιά και ταραχές και αντάρες,
κρυφές κραυγές γυρίζουνε και ανήκουστες τρομάρες.
Πετούν οι ίσκιοι των νεκρών στο λόγγο όπου περάσω,
Θλιμμέν' ειν' η νύχτα, σκοτεινιά μαζεύεται
βάφεται ο ουρανός από χρώμα θανάτου
εδώ δεν βλέπει ούτ' άστρο, ούτε φεγγάρι
Che metta il capo fuor dalle sue porte.
όποιος στήνει το κεφάλι πέρα από τις πόρτες του
Θολή ειν' η λίμνη, και απειλεί καταιγίδα,
Ακούω τον άνεμο στο δάσος να βρυχά δυνατά
κάτω από τα βράχια περνά το ποτάμι
Con roco lamentevol mormorio.
με τραχύ θρηνώδες μουρμουρητό
Su quell' alber colà, sopra quel tufo,
Σε κείνο το δεντρό εκεί, πάνω απ' τον τόφο
Che copre quella pietra sepolcrale,
που σκεπάζει την επιτύμβια πέτρα
ειν' ο μακρόμουγκρος κι ανέραστος μπούφος.
Ο αέρας ζοφερός με τραγούδι πένθιμο
Ve' ve': Δες, δες
Μαύρη μορφή την πλαγιά σκεπάζει
Quella è un'ombra:
Αυτή είναι μια σκιά
Στριγγά, σφυρίζει, πετάγεται πέρα
Per questa via
Από αυτό τον δρόμο
Μεμιάς θα πρέπει να περάσει πρόσωπο νεκρό
Αυτό το πεφταστέρι από τα βήματά του είναι ακολουθημένο
το σκυλί απ' την καλύβα γαυγίζει και τρέμει
το ελάφι βογγάει στα βρύα του βουνού
L'arborea fronte, il vento gli percote;
Το δέντρο μπροστά, ο αέρας το χτυπά
παχύ και κουνιέται και ξαπλώνει παχύ
Entro d'un fesso il cavriol s'acquatta,
Μεταξύ μιας σχισμής το ζαρκάδι σκύβει
Ανάμεσα στις φτερούγες κρύβει ο φραγκολίνος το κεφάλι
Teme tempesta ogni uccello, ogni belva;
Φοβάται καταιγίδα κάθε πουλί, κάθε θηρίο
ο καθείς στο δάσος τρυπώνει, να ξεμυτίσει δεν τολμά
Μόνος στριγγά σε ομίχλη κρυμμένος
Gufo odioso;
ο μισητός μπούφος
E la volpe colà da quella pianta
κι η αλεπού εκεί σε κείνο το δέντρο
γυμνό από φύλλα
με φοβερά ουρλιαχτά στις στριγγιές του απαντά
Palpitante, ansante, tremante
τρεμάμενος, ξέπνοος, έμφοβος
Il peregrin
ο ταξιδιώτης
διαβαίνει κούτσουρα, κλαδιά, αγκάθια
Per rovine, συντρίμια
Che ha smarrito il suo cammin.
που 'χει χάσει τον δρόμο του
Palude di qua,
Βάλτος εδώ
Teme l'ombre della notte;
φοβάται τις σκιές της νύχτας
φοβάται τις σκιές της νύχτας
Trema di tutto, né sa di che.
Τρέμει για όλα, μα δεν ξέρει γιατί
Τρέμει για όλα, μα δεν ξέρει γιατί
L'ombre mi volano a fronte e a tergo:
Οι σκιές μου πετάγονται μπρος και πίσω
Οι σκιές μου πετάγονται μπρος και πίσω
Aprimi, amico, il tuo notturno albergo.
Άνοιξέ μου, φίλε, τον νυχτικό σου ξενώνα (να μπω)
~~~
Άνοιξέ μου, φίλε, τον νυχτικό σου ξενώνα (να μπω)
~~~
Edmund von Harold (1737-1808)
Vom Baum beim Grabe der Todten,
Από το δέντρο στον τάφο των νεκρών
Από το δέντρο στον τάφο των νεκρών
Die fernere Dogge heult von der Hütte des Hügels,
Τα απόμακρα μαντρόσκυλα ουρλιάζουν απ' την καλύβα του λόφου
Τα απόμακρα μαντρόσκυλα ουρλιάζουν απ' την καλύβα του λόφου
er fürchtet den Geist der Nacht.
φοβάται το πνεύμα της νύχτας
φοβάται το πνεύμα της νύχτας
Βαρύ καί σκοτεινό- ασήκωτος ρομαντισμός· έχει ξημερώσει καί ενας κατασυννεφιασμένος, νοεμβριάτικος ουρανός...
ΑπάντησηΔιαγραφήΈξωθεν-έσωθεν συντονισμός,
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι μετά την καταιγίδα καταδίωξης,
απόμακρη γαλήνη εμψυχεί την ησυχία.
Fourth Bard.
Night is calm and fair;
blue, starry, settled is night.
The winds, with the clouds, are gone:
They sink behind the hill.
The moon is up on the mountain.
Trees glister, streams shine on the rock.
Bright rolls the settled lake;
bright the stream of the vale.
I see the trees overturned;
the shocks of corn on the plain.
The wakeful hind rebuilds the shocks,
and whistles on the distant field.
Calm, settled, fair is night!
Who comes from the place of the dead?
That form with the robe of snow,
white arms, and dark-brown hair!
It is the daughter of the chief of the people:
she that lately fell!
Come, let us view thee, o maid!
Thou that hast been the delight of heroes!
The blast drives the phantom away;
white, without form, it ascends the hill.
The breezes drive the blue mist,
slowly, over the narrow vale.
It rises on the hill,
and joins its head to heaven.
Night is settled, calm, blue,
starry, bright with the moon.
Receive me not, my friends,
for lovely is the night.
(Μετάφραση Ιουλίου Τυπάλδου)
Τέταρτος βάρδος
Για ιδες τι νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά τ' αστέρια,
Σαν άσπρα περιστέρια τα σύγνεφα πετούν.
Γλυκά φυσούν οι άνεμοι και το λαμπρό φεγγάρι
Στης λίμνης καθρεφτίζεται τα ολόστρωτα νερά.
Για ιδές τι νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά τ' αστέρια,
Σαν άσπρα περιστέρια τα σύγνεφα πετούν.
Θωρώ τα δένδρα σύρριζα στο χώμα πεταμένα,
Τα στάχια σωριασμένα οι άνεμοι κινούν.
Φτάνει ο βοσκός ολόχαρος με γρήγορο ποδάρι,
Σκύφτει μαζώνει ολόγυρα τα στάχια, τα κλαδιά.
Ποια είναι τούτη πούρχεται τον θάνατο νικώντας,
Σιγά σιγά πετώντας σαν ζέφυρος τσ' αυγής;
Σαν χιόνι έχει το φόρεμα, ολόασπρα τα χέρια,
Όλο δροσιά το πρόσωπο και μαύρα τα μαλλιά.
Η κόρη είναι που εσβύστηκε σαν το στερνό τραγούδι,
Σαν τρυφερό λουλούδι το στόλισμα της γης.
Σίμωσε, κόρη, σίμωσε να ιδώ την ωμορφιά σου·
Φυσάει τ' αέρι και άφαντη εγίνηκε με μιας.
Ένα καθάριο σύγνεφο ψηλά ψηλά ανεβάζει
Τ' αέρι και σκεπάζει την ουρανοφεγγιά.
Και πλέον λαμπρά προβαίνουσι εκείθενε τ' αστέρια
Ο ουρανός λαμπρότερος η νύχτα πλέον γλυκιά.
Για ιδές τι νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά τ' αστέρια,
Σαν άσπρα περιστέρια τα σύγνεφα πετούν.
Απ' την αυγή ωμορφότερη η νύχτα βασιλεύει.
Μην καρτερείτε, αδέλφια μου, και δεν γυρίζω πλιά.
ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ
Γλυκύτατη φωνή βγάν' η κιθάρα,
και σε τούτη την άφραστη αρμονία
της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα.
Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
έκσταση του Οσσιάνου, εις τ' ακρογιάλι,
της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
της Σελήνης. Αυτήν εσυνηθούσε
ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε
σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
Απ' τον Σκοπό, νά το, προβαίνει. ω πόσο
συ τη νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
Ύμνον παθητικό θέ να σου υψώσω,
παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις
ΔιαγραφήΟ "τυφλός ποιητής" εδώ είναι οπωσδήποτε ο Όσσιαν, αφού άλλωστε ο Όμηρος δεν εσυνήθιζε να ψάλλει ύμνους προς τη σελήνη.
Νάσος Βαγενάς, "Σολωμός και Όσσιαν" Παρνασσός 8 (1966)
http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/education/european/poetry/ossian/17.html
το λένε και έξω Ossian, a blind bard "τυφλωμένος από τον Όμηρο"
ΔιαγραφήΣε χαρακτηρίζει απόλυτα η φράση "η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού".
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρόνια πολλά και καλά, Μιχάλη. :)
κι από μένα χρόνια πολλά Μιχάλη :)
ΑπάντησηΔιαγραφήμέ πρόλαβες στο παραπάνω σου σχόλιο - αρχικά ήθελα να σού πω πόσο η μετάφραση Τυπάλδου μού θύμισε Σολωμό -
και (πιο αρχικά ακόμα) ήθελα να σού πω ένα "αχ, τι καλά που έβαλες αυτόν τον μυστήριο όσσιαν που μ' είχε βασανίσει τόσο κάποτε διότι στ' αγγλικά αναφέρεται συνεχώς κι από πολλούς, και δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω ποιος είναι"...
@τυφλόμυγα θæŋk ju :)
ΑπάντησηΔιαγραφήμερικά ανδροειδή σωψυχούν,
επετείους και γιορτές κσεχνούν :)
http://www.nomorepanic.co.uk
@χάρη
ευχαριστώ :)
γράφει ο Γιώργος Κεντρωτής
Ο Σολωμός είχε γνωρίσει το ποιητικό κατόρθωμα του Όσσιαν,
ήδη από τα χρόνια που έμεινε στην Ιταλία, μέσα από τη μετάφραση του Καισαρώττη, ήτοι του αββά, (abate) Melchiore Cesarotti.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι, άλλωστε, το ότι ο Ιούλιος Τυπάλδος, «μαθητής» πιστός του Σολωμού, μετάφρασε τις Δύο νύχτες του Όσσιαν.
Μάλιστα!
Διαγραφήευχαριστίες :)))
Η πιο χαρακτηριστική ρομαντική αποδοχή του νυκτερινού πνεύματος του Όσσιαν από τον εικοσιπεντάρη Γκαίτε το 1774
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα πάθη του νεαρού Βέρθερου,
μτφ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. Άγρα
Ο Όσσιαν παραμέρισε τον Όμηρο μέσα στην καρδιά μου. Τι κόσμος είναι αυτός στον οποίο με οδηγεί το υπέροχο τούτο πνεύμα! Να πορεύεσαι μέσα στα ρείκια, ενώ σφυρίζει γύρω σου η ανεμοθύελλα, που οδηγεί μέσα από ατμούς και ομίχλες τα πνεύματα των προγόνων στο θαμπό φως του φεγγαριού. Ν' ακούς να 'ρχονται απ' το βουνό, μέσα στο ρόχθο του χειμάρρου του δάσους, μισοσβησμένοι από τον άνεμο, οι στεναγμοί των πνευμάτων που κατοικούν στις σπηλιές τους και οι κραυγές της κόρης που θρηνεί μέχρι θανάτου γύρω απ' τις τέσσερις χορταριασμένες πέτρες κάτω από τις οποίες κείται, ευγενώς πεσών, ο αγαπημένος της. Όταν στη συνέχεια τον βρίσκω, τον γκριζομάλλη περιπλανώμενο βάρδο, που αναζητεί τα ίχνη των προγόνων του στην απέραντη στέπα κι αλίμονο βρίσκει μόνο τους τάφους τους και ύστερα κοιτάζει κλαίγοντας το προσφιλές άστρο της εσπέρας, που κρύβεται στην τρικυμισμένη θάλασσα, και οι παρελθόντες χρόνοι ζωντανεύουν στην ψυχή του ήρωα, όταν ακόμη η φιλική αχτίδα του επεσήμαινε τον κίνδυνο στους γενναίους και το φεγγάρι φώτιζε με τη λάμψη του το στεφανωμένο πλοίο τους που επέστρεφε νικηφόρο. Όταν διαβάζω στο μέτωπό του τη βαθιά θλίψη, όταν βλέπω τον τελευταίο μεγαλοπρεπή να έχει μείνει μόνος και να προχωρεί τρικλίζοντας και κατάκοπος προς τον τάφο και να αντλεί συνεχώς νέες, οδυνηρά φλεγόμενες χαρές από την αδύναμη παρουσία των σκιών των νεκρών του, και να κοιτάζει την κρύα γη και το ψηλό χορτάρι αναφωνώντας : «O ταξιδιώτης θα 'ρθει, θα 'ρθει εκείνος που με γνώρισε μέσα στην ομορφιά μου και θα ρωτήσει : "Πού είναι ο τραγουδιστής, ο άξιος γιος του Φίνγκαλ;" Το πόδι του θα περάσει πάνω απ' τον τάφο μου και μάταια θα μ' αναζητήσει πάνω στη γη».- Τότε, ω φίλε μου, θα 'θελα, όμοια με ευγενή υπασπιστή, να τραβήξω το σπαθί, να ελευθερώσω μεμιάς τον πρίγκιπά μου από το σπαρακτικό μαρτύριο ενός αργού θανάτου και ν' αφήσω την ψυχή μου ν' ακολουθήσει αυτόν τον απελευθερωμένο ημίθεο.
Ossian has superseded Homer in my heart
Ossian hat in meinem Herzen den Homer verdrängt
ναι, τέτοιες αναφορές εννοούσα κι εγώ, ακριβώς
ΑπάντησηΔιαγραφή(και είναι πλήθος ε ; (ιδίως στ' αγγλικά))
Ο οσσιανισμός έφτασε στο βασίλειο της Ελλάδας το 1860 και εξέπνευσε το 1910· περισσότερα από την Πύλη:
ΑπάντησηΔιαγραφή...Δάνται δεινοί κ' υψίνοες Πετράρχαι ποτέ κείνοι
κ' Όσσιαν Καληδόνιος οπίσω να μη μείνη...
(Η κρίσις του Πάριδος, ποίημα Μυθολογικόν, Ερωτικόν και Ηθικόν Δημητρίου Γουζέλη του εκ Ζακύνθου. Εν Τεργέστη 1817, σσ. 280 και 286). Σε υποσημείωσι ο Γουζέλης γράφει: "ΟΣΣΙΑΝ φοβερός παλαιός ποιητής εκ Κελτών. Τα ποιήματά του ευρέθησαν προ ολίγου και μεταφράσθησαν εις τον πεζόν αγγλιστί παρά Ιακώβου Μάκπερσον, και μετέπειτα εις θαυμασίους ιταλικούς στίχους παρά του Αββά Μελκίωρος Κεσσαρότου του αρίστου μεταφραστού του Ομήρου. Ζήτει le poesie di Ossian".
...
Το 1862 Θα χρειαστεί ένας Επτανήσιος για να κάνει αισθητή την παρουσία του Όσσιαν στη ρομαντική Αθήνα. Έτσι ο Παναγιώτης Πανάς, ο συμπαθής αλλά άτυχος Κεφαλονίτης λόγιος, δίνει στη δημοσιότητα τις μεταφράσεις του δύο μεγάλων ποιημάτων του Όσσιαν, της Dar-thula και του Lathmon. Ο Πανάς προτάσσει έναν πρόλογο, όπου αναφέρεται, σύντομα αλλά κατατοπιστικά, στον Όσσιαν και το οσσιανικό ζήτημα. Για τη μετάφρασή του λέει πως ήταν καρπός της επιθυμίας του να κάνει γνωστό στους Έλληνες, "οι οποίοι και αυτό το όνομα Οσσιάνος αγνοούνε", το έργο του ραψωδού. Ακριβολογεί λέγοντας πως οι Έλληνες, κι ανάμεσα σ' αυτούς και το αναγνωστικό κοινό των Επτανησίων, αγνοούν το όνομα του Όσσιαν. Τα ποιήματα του Σολωμού και οι διασκευές του Τυπάλδου παρέμεναν ανέκδοτα.
....
Οι Αθηναίοι ρομαντικοί τον δέχονται με ενδιαφέρον, που μεταβάλλεται σε θαυμασμό. Όμως είναι πια πολύ αργά. Ο ελληνικός ρομαντισμός βρίσκεται στα πρόθυρα του τέλους του κι έτσι ο Όσσιαν δεν έχει τίποτε να του προσφέρει. Από την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα το όνομα του Όσσιαν αρχίζει να λησμονείται.
Nάσος Βαγενάς, Ο Όσσιαν στην Ελλάδα, Αθήνα 1967
http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/education/european/poetry/ossian/02.html
Αυτά τα ενδιαφέροντα καί φορτωμένα πληροφορίες σχόλια, μήπως θα άξιζε να λάβουν θέση στην... πρόσοψη;
ΑπάντησηΔιαγραφή:-)
συμφωνώ με dodo για τα εκτενή σχόλιά σου Μιχάλη : στην πρόσοψη, στην πρόσοψη! :)
ΑπάντησηΔιαγραφή:-) Ο γούγλης βλέπει και τα σχόλια που προέκυψαν από εσάς, πρέπει να αλλάξω και τον συγκεκριμένο τίτλο. Εισαγωγή για του Ξωβασιλιά τη νυχτιά που αργά πατέρας ιππεύει
ΑπάντησηΔιαγραφή