και οι σπορείς περιμένουν βροχή
που ο άνεμος θα στείλει ανοίγοντας τα επουράνια,
και στο παιδί που ρωτά
"πού πάνε τα φύλλα που πέφτουν στο χώμα;"
απαντούν:
Πρὸς Θεσσαλονικεῖς A΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα
στο φως
που ανοίγει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα
και στο περβόλι ανθίζει τάφους με σταυρούς.
Και ας πέθανε ο πατέρας,
και ας περίμενε απ' έξω το κορίτσι,
πεταλούδα σε άδειο γραμματοκιβώτιο.
Κι ενώ το δωμάτιο κλειστό,
νύχτα ερχόταν και προσπαθούσε να τον βρει
στον μυχό του κόλπου όπου εκβάλλει η ενδοχώρα,
κοιτώντας το ανοιχτό το πέλαγος που πήρε τον πατέρα.
Ποτέ δεν κατάλαβε
ότι το πένθος σημαίνει νίκη και τρανή χαρά,
κι όταν φορτώναν στην αποβάθρα την σπορά,
σχολίαζαν το θέαμα οι γνωστικοί,
ερμηνευτές του ζωντανού ονείρου,
έδειχαν πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
έδειχαν πίσω ταφόπετρες με μάτια το χωριό
ανάμεσα στις υπερκείμενες στέγες των φυλλωμάτων
και στους υπόροφους θάμνους. Εκεί ανέρπει η μνήμη,
αφοσίωση και πίστη ο κισσός,
όπως ακριβώς
όπως ακριβώς
κάτω από την επιφάνεια κάνοντας βουτιά
στις θαλασσοσπηλιές όπου μοιρολογούν οι φώκιες,
στου αγιώνυμου Όρους τους κρυστάλλινους βράχους.
Εκεί συνταγή ψυχικής αρωγής για όποιον ελπίζει στη γη.
Τον ήλιο που δύει στη λεκάνη της μάνας,
και θρηνούν όσοι τον πίστεψαν γιατί σβήνει,
άλλη όμως δυνατότητα προσφέροντας τη νύχτα.
Να μας πας στον ουρανό,
να μας πας στα πρώτα μέρη,
φύσα όνειρο στερνό,
Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική
και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο,
με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως.
Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων
– εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές –
όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική.
Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς.
Περιμένω να ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το κουδουνάκι,
να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την είσοδο
και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – προηγούμενες και επόμενες – και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως.
Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δεν λέω να πεθάνω. Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.
και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο,
με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως.
Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων
– εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές –
όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική.
Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς.
Περιμένω να ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το κουδουνάκι,
να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την είσοδο
και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – προηγούμενες και επόμενες – και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως.
Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δεν λέω να πεθάνω. Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου