Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Αντάρτικο Ηλιοβασίλεμα

((Antarctic Sunset - bbc))


..........Α.........
Τη φρονιμάδα, Θέ μου , πάρε μου, ν' ανοίξουν τα μελίγγια
ν' ανοίξουν οι καταπαχτές του νου, να πάρει αγέρα ο κόσμος
Ε μωρέ σεις χωριάτες μέρμηγκοι, σταροκουβαλητάδες,
θα ρίξω παπαρούνα κόκκινη, φωτιά να πιάσει ο κάμπος
.............
Κρασί δεν είναι, αδέρφια, η λευτεριά, μήτε γλυκιά γυναίκα
μήτε και βιός μες στα κελάρια σας, μήτε και γιός στην κούνια
έρμο τραγούδι 'ναι ακατάδεχτο και σβήνει στον αγέρα!
............
Μα τον αφέντην Ήλιο, ορκίζουμαι, και την κερα-Φεγγάρω,
ψευτόνειρό ’ναι τα γεράματα και φαντασιά ’ναι ο χάρος·
..............
ας κάμουμε του κόσμου κατοχή, παιδιά, με το τραγούδι!
Ε συμπλωρίτες, πάρτε τα κουπιά, κι ο καπετάνιος φτάνει·
και σεις, μανάδες, δώστε το βυζί στα βρέφη μη φωνάζουν!
Όρτσα! τις έρμες πίκρες όξω νου, τρουλώσετε τ’ αυτιά σας·
τα πάθη και τα βάσανα θα πω του ξακουστού Οδυσσέα!
..........................
...........Ψ..........
....Και πίσω ο Χάρος ακολουθάει γαμπρός με οχέντρα δαχτυλίδι...
του δοξαρά την πλούσια αρχόντισσα ψυχή ν' αρραβωνίσει
..........
Ήρθε ο Βοριάς, τον είδε, γέλασε, το μπράτσο του σηκώνει
και του άρπαξε τη μαλλιαρή προβιά που φρούραε το κορμί του
...............
Κι η Θάλασσα γρικάει, σηκώθηκε, τον αγαπό φωνάζει:
"Λυπήσου με, καλέ, για πού κινάς και πού με αφήνεις χήρα
με ποιόν θα παίζω ξημερώματα, ποιόν νύχτα θα παλεύω;
............
Μα εννιά λιγνά κοράκια φάνηκαν, τα νύχια τους τροχίζουν
"Άχου κι εννιά βολές, εννιά χρονιές, παιδιά τον κυνηγούμε!
Γεράσαμε και ασπρίσαν τα φτερά,τα μάτια μας θολώσαν
κι ακόμα ορθός ετούτος στέκεται και πολεμάει τη μοίρα!
.....
ήρθαμε, αδέρφια θαλασσόπουλα κι οι εννιά να τονε φάμε
μεριάστε, γλάροι, κι είναι η σάρκα του 'πο γενετού δική μας!
...................
...........Ω.........
Ήλιε μου μεγάλε ανατολίτη μου,τα μάτια σου βουρκώσαν,
κι όλος ο κόσμος πιά σκοτείνιασε κι όλη η ζωή ζαλίστη
και κατεβαίνει στης μανούλας του το κυματοχαμώι.
Κι η μάνα σου που σε αραθύμησε, πά στο κατώφλι εστάθη
κρατάει χλωρή λαμπάδα φέγγει σου, κρατάει κρασί κερνά σε.
"Γιέ μου, και τάβλα σου στρωσα να φας και να καλοκαρδίσεις,
γιέ μου, σαράντα φουρνοκάρβελα, κρασί σαράντα στάμνες,
σαράντα κοπελιές που πνίγηκαν λαμπάδες να σου φέγγουν
γιέ μου και ρόδα κλίνη σου στρωσα και γιούλια προσκεφάλια
νύχτες και νύχτες σε λαχτάρησα, γιόκα μου κανακάρη!"
Μα ο μαύρος ήλιος μας ξαγριεύτηκε, δίνει κλοτσιά στην τάβλα,
σκορπίσαν τα ψωμιά στα κύματα, κι η θάλασσα κρασώθη
κι οι πρασινομαλλούσες βούλιαξαν σα σμέρνες μες στα φύκια.
Έσβησε η γης, θαμπώθη η θάλασσα, ξεπαραλύσα οι σάρκες,
το σώμα πνεύμα ανάριο γίνηκε, το πνέμα εγίνη αγέρας,
κι ο αγέρας σάλεψε, αναστέναξε, και στην κουφή μεγάλη
σιγή, τη λιόστερνη κραυγή της γης, γρικήθη απελπισμένο,
χωρίς λαιμό και στόμα και φωνή, το γηλιομοιρολόι:
"Μάνα κι αν έχεις δείπνο γέψου το, κρασί ξεφάντωσε το,
μάνα, κι αν έχεις στρώμα ξάπλωσε τα χοντροκόκαλά σου,
δε θέλω, μάνα, πιά κρασί να πιώ μήτε ψωμί ν' αγγίξω

Απόψε βίγλισα τον αγαπό σα στοχασμό να σβήνει.


1 σχόλιο: