(Psiloritis race) |
Ο τίτλος, παραλλαγή των στίχων του Οράτιου, που απαγγέλθηκε στον Ψηλορείτη, την άνοιξη του 44. Ο λόγος που μπαίνει πρόωρα, η χειμωνιάτικη επίκαιρή τους αίσθηση. Και επιπλέον θα δούμε, τί ταιριαστό ακόμα θα μπορούσε να είχε απαγγελθεί.
Σαν σήμερα, λοιπόν, +2 μήνες, 9:25 pm, 26 Απριλίου, έγινε καθυστερημένα η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, καθώς πήγαινε από το Ηράκλειο στο στρατηγείο του,στις Αρχάνες, Βίλα Αριάδνη —απαγωγή προορισμένη για τον Μύλλερ που αντικαταστάθηκε στις 15-2. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 4 Φεβρουαρίου με το Λη Φέρμορ να προσεδαφίζεται με αλεξίπτωτο στο οροπέδιο Λασιθίου. Οι υπόλοιποι, όμως, τρεις της ομάδας, Stanley Moss, Τυράκης και Πατεράκης, μετά από δώδεκα αποτυχημένες πτήσεις λόγω κακοκαιρίας, έφτασαν τελικά με ταχύπλοο στις 4ης Απριλίου. (πηγή) Στη συνέχεια με εννιά ακόμα ντόπιους έγινε η απαγωγή.
......
Απ’ όλα τα φυλάκια των Γερμανών περνούνε,
και οι φρουροί αγάλματα, στο διάβα χαιρετούνε...
Με χτυποκάρδι πέρασαν, στ’ Ανώγεια πια τραβούνε,
στου Ψηλορείτη τις κορφές σκέπτονται για να βγούνε...
Πέρα, στη νοτική γυαλιά, υποβρύχιο προσμένει,
τη δοξασμένη αποστολή, να πάρει περιμένει...
Βάνουν τον, γράφει στη γραφή κανένα μη πειράξουν,
γιατί δε φταίνε οι Κρητικοί, μόνο να μην τους βλάψουν...
Εγγλέζοι –γράφει- μ’ άρπαξαν, κι εκείνοι με ξετρέχουν,
μα να μ’ αφήσουν λεύτερο, τέτοια βουλή δεν έχουν...
(από εδώ)
Τση Κρητικούς αφορδακούς οι Γερμανοί δε θένε
γιατί αυτοί τα κάνανε τα μάθια ντως και κλαίνε
(μαντινάδα του Λη Φέρμορ. Τα βατράχια, τα κομάντα, οι βατραχάνθρωποι;)
γράφει ο Πάτρικ...μας δίδαξαν αναρίθμητες μαντινάδες και μακρόσυρτα ριζίτικα με ανατολίτικα γυρίσματα. Διάβαζαν την τύχη μας πάνω στις σπάλες των αρνιών, εξηγούσαν δεισιδαιμονίες και μαγικά ξόρκια, ερμήνευσαν όνειρα και μας έδειχναν πώς να κατσαρώνουμε τα μουστάκια μας, να δένομε σωστά τα κροσσωτά μαύρα σαρίκια, να μπαλώνουμε τα στιβάνια μας, να τυλίγουμε γύρω απʼ τη μέση τα βαθυκόκκινα μεταξωτά ζωνάρια μας, μεταμφίεση που χάρη σʼ αυτή κατορθώναμε να μην ξεχωρίζουμε, τουλάχιστον για τα γερμανικά μάτια από τους ίδιους τους Κρητικούς.
Το πιο παράξενο απʼ όλα ήταν πως αυτοί που δε γνώριζαν γραφή κι ανάγνωση μπορούσαν από μνήμης νʼ απαγγέλλουν ολόκληρο τον «Ερωτόκριτο», το φανταστικό αυτό κρητικό παραμύθι που η υπόθεσή του εκτυλίσσεται μέσα σε σκηνικό παρόμοιο με κείνα του «Ονείρου Μεσοκαλοκαιριάτικης Νύχτας». Χρονολογείται από το δέκατο έβδομο αιώνα και οι στίχοι του ξεπερνούν τους δέκα χιλιάδες. Συχνά, μʼ έπαιρνε ο ύπνος για μια- δυο ώρες και ξυπνούσα για να βρω κάποιον αναμεσά τους που ψαλμωδούσε ακόμη... Ωστόσο ποτέ δε μέναμε σε κείνα τα λημέρια για πολύ καιρό. Υπήρχαν φορές που τ' ανατίναζαν, όταν γινόταν γνωστή η τοποθεσία, έστω κι αν οι κάτοικοι του χωριού και οι βοσκοί φυλούσαν άψογα τα μυστικά τους. Όμως διατρέχαμε κινδύνους από τους προβοκάτορες της Γκεστάπο και όχι σπάνια αναγκαζόμασταν να μετακινηθούμε ενώ ο εχθρός μας καταδίωκε στους λόφους τις περισσότερες φορές εφοδιασμένους με ανιχνευτές ασυρμάτων. Τότε παραχώναμε βιαστικά ή καμουφλάραμε τις πολύτιμες βαλίτσες μας ή τις φορτώναμε στη πλάτη μαζί με τις μπαταρίες και παίρναμε δρόμο. Θυμάμαι που χρειάστηκε να περάσω κάποτε μια ατέλειωτη μέρα τρυπωμένος στα κλαριά μιας βελανιδιάς ενώ γερμανικές περίπολοι σήκωναν στο πόδι την περιοχή ψάχνοντας βήμα βήμα ανάμεσα στα κατσάβραχα και τους θάμνους....
Ο τίτλος του βιβλίου, που έγραψε ο Stanley Moss, Ill met by moonlight, Κακό συναπάντημα στο φεγγαρόφωτο είναι παρμένος από το Όνειρο θερινής νυκτός, στίχος του Όμπερον στην Τιτάνια: Ill met by moonlight, proud Titania. Έγινε και ταινία/trailer.
Φωτο πορείας του απαχθέντος στα χιόνια
χιόνι στο Σοράτε neve sul Soratte
Soratte 691 m - Psiloritis 2456 m
(7:30)...and the sun rose over mount Ida and the German general speaking to himself started quoting a poem in latin. Vides ut alta stet nive candidum Soracte, See Soracte is white with virgin snow This is one of the odes of Horace I happened to know off by heart so I went on nec iam sustineant onus silvae laborantes, geluque flumina constiterint acuto. There was a long silence out of this and the general’s blue eyes swiveled onto me and said Ach so Herr Major and I said Ja Herr General it seems that we had both drunk at the same fountains long ago....as if the war suddenly ceased to be.
και ο ήλιος ανέτειλε πάνω απ' τον Ψηλορείτη και ο Γερμανός στρατηγός μονολογώντας άρχισε να παραθέτει ένα ποίημα στα λατινικά...Ήταν μία απ' τις ωδές του Οράτιου που τύχαινε να γνωρίζω απέξω, έτσι συνέχισα την απαγγελία...Μακρά σιωπή έγινε γι' αυτή μου τη παρέμβαση και του στρατηγού τα γαλάζια μάτια στράφηκαν πάνω μου και είπε: "Λοιπόν Κύριε Ταγματάρχα", και είπα: "Ναι Κύριε Στρατηγέ", "φαίνεται πως ήπιαμε μαζί από τις ίδιες πηγές, καιρό πριν"...σαν να σταμάτησε ξαφνικά ο πόλεμος.
και ο ήλιος ανέτειλε πάνω απ' τον Ψηλορείτη και ο Γερμανός στρατηγός μονολογώντας άρχισε να παραθέτει ένα ποίημα στα λατινικά...Ήταν μία απ' τις ωδές του Οράτιου που τύχαινε να γνωρίζω απέξω, έτσι συνέχισα την απαγγελία...Μακρά σιωπή έγινε γι' αυτή μου τη παρέμβαση και του στρατηγού τα γαλάζια μάτια στράφηκαν πάνω μου και είπε: "Λοιπόν Κύριε Ταγματάρχα", και είπα: "Ναι Κύριε Στρατηγέ", "φαίνεται πως ήπιαμε μαζί από τις ίδιες πηγές, καιρό πριν"...σαν να σταμάτησε ξαφνικά ο πόλεμος.
Soracte, nec iam sustineant onus το Σώρακτο, ούτε πια το βάρος αντέχουν
silvae laborantes, geluque τα δάση που υποφέρουν, και απ' το ψύχος
flumina constiterint acuto. τα ποτάμια σταθήκαν το δριμύ
deproeliantis, nec cupressi να παλεύουν, μήτε κυπάρισσοι
adpone, nec dulcis amores κέρδος λογάριαζε, και μήτε έρωτες γλυκούς
Από τις Ωδές του Οράτιου, η ενάτη από το πρώτο βιβλίο, η λεγόμενη "Ωδή στο Θαλίαρχο" (κατά το συμποσίαρχος, ο πανηγυράρχης, ὅς θαλίας/θαλιῶν ἄρχει) Master of the Revels
You see how Mount Soracte stands out white Βλέπεις το βουνό πώς στέκεται άσπρο
with deep snow, and the struggling trees can από το χιόνι τ' αψηλό και πώς τα δάση
no longer sustain the burden, and the rivers απόστασαν και δεν αντέχουν
are frozen with sharp ice. πια το βάρος του, πώς απ' τον πάγο
τον τσουχτερό στάθηκαν τα ποτάμια.
τον τσουχτερό στάθηκαν τα ποτάμια.
Dispel the cold by liberally piling logs on Το κρύο διώξε το, Θαλίαρχέ μου,
the fireplace, and draw out more generously, στοιβάζοντας στην πυροστιά σου
o Thaliarchus, four-year-old unmixed wine ξύλα μπόλικα κι από λαγήνι
Entrust everything else to the gods; as soon as Στους θεούς άφησε τα άλλα που, όταν
they have stilled the winds battling on the heaving θα καταλαγιάσουν τους ανέμους,
sea, neither the cypress trees nor ο ένας που πολεμάει με τον άλλο
Leave off asking what tomorrow will bring, and Αύριο τι θα γίνει μη ρωτιέσαι,
whatever days fortune will give, count them μα όποιαν η Μοίρα θα σου δίνει μέρα
as profit, and while you're young don't scorn βάλ' την στα κέρδη κι όσο θα 'σαι
sweet love affairs and dances, νιος, γλυκιές αγάπες μην αψηφήσεις και χοροστάσια,
so long as crabbed old age is far from your vigor. όσο θα στέκουν πέρα
από τα ολανθισμένα σου τα νιάτα τα ιδιότροπα τα γερατειά.
από τα ολανθισμένα σου τα νιάτα τα ιδιότροπα τα γερατειά.
Now let the playing field and the Τώρα και τον κάμπο, τις πλατείες
public squares and soft whisperings at nightfall και τα πνιχτά μουρμουρητά το δείλι
the appointed hour be your pursuits; σε ώρα συμφωνημένην αναζήτα
now too the sweet laughter of a girl hiding και τώρα , μες από την κόχη
in a secret corner, which gives her away, τη βαθιά, τον πρόσχαρο προδότη
κρυμμένης κοπελιάς ζήτα το γέλιο
κρυμμένης κοπελιάς ζήτα το γέλιο
and a pledge snatched from her arms κι απ' τα βραχιόνια κάποιο θυμητάρι
or her feebly resisting finger. παρμένο ή απ' το δάχτυλό της
που καμώνεται πως πεισματώνει.
Αλκαίου εκ Μυτιλήνης, fr.338
ὔει μὲν ὀ Ζεῦς, ἐκ δ' ὀράνω μέγας Βρέχει ο Δίας και απ' τον ουρανό τρανή
χείμων, πεπάγαισιν δ' ὐδάτων ῤόαι ... κακοκαιρία, πάγωσαν των υδάτων οι ροές
‹ ἔνθεν › μέσα μείνε
‹ ›
κάββαλλε τὸν χείμων', ἐπὶ μὲν τίθεις κατάβαλε το κρύο, βάζοντας
πῦρ ἐν δὲ κέρναις οἶνον ἀφειδέως φωτιά, μίγωντας άφθονο κρασί
μέλιχρον, αὐτὰρ ἀμφὶ κόρσᾳ γλυκό, γλυκό, και στο κεφάλι απαλό
μόλθακον ἀμφι‹ › γνόφαλλον μαλακό μαξιλάρι
Forgive, Alcaeus, if I have borrowed rhyme, Σχώρα με Αλκαίε αν δανείστηκα τον στίχο σου
A Northern sleighbell fastened to Pegasus, Έλκηθρου καμπάνα βορινή δεμένη στον Πήγασο
To mark thy music by its tinkle, Να τονίζει τη μουσική σου με τον ήχο της
Hater of Myrsilus, bard of Lesbos Του τυράννου Μυρσίλου εχθρέ, της Λέσβου λυράρη
(Gildersleeve προλογίζοντάς την αλκαϊκού μέτρου διασκευή του)
Ομόγραφο λογοπαίγνιο, Ίδα Τροίας - Ίδα Κρήτης (Mount Ida)
Ρ 593
καὶ τότ' ἄρα Κρονίδης ἕλετ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν μαρμαρέην,
Τότε λοιπόν του Κρόνου ο γιος πήρε την κρουσσωτή κι αστραφτερή αιγίδα του,
Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν, ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ' ἔκτυπε, τὴν δὲ τίναξε
με νέφαλα την Ίδα κατασκέπασε, άστραψε χτυποβρόντηξε, κουνώντας την,
νίκην δὲ Τρώεσσι δίδου, ἐφόβησε δ᾽ Ἀχαιούς.
νίκη στους Τρώες έδινε και τρόμαξε τους Έλληνες
...στσι Σύμμαχους τον γκενεράλη ήδινε, τρομάσοντας τον Άξονα...
και στο απαγώι, απαγώγιον/απαγωγείο, κρυψώνας, όπου δε θα 'χε αστικές ανέσεις
τ 335
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
κι αποκρινόμενος την είπε ο πολύστροφος Δυσσέας
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
« γυναίκα αξιοσέβαστη του Λάερτου Οδυσσέα
ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα
στα αλήθεια εγώ χλαμύδες και κουβέρτες πορφυρές
ἤχθεθ᾿, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα
σιχάθηκα, απόταν της Κρήτης τα χιονόσκεπα βουνά
νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
χωρίστηκα σε πλοίο μπαίνοντας μακρόκουπο
...απότ' Ευρώπης χιόνια αποχωρίστηκα,
σε πόλεμο άγριο μπαίνοντας μαυρόδιχτο...
ταχεία σβέση του μαγειρικού πυρός και εχέμυθη κάλυψη
(Ερωτόκριτος 246-250)
και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,
και φανερώσει το κρουφόν, οπού'ναι στο σκοτίδι·
κι ό,τι κι α' χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες
Κατά την αναχώρηση από τον Ψηλορείτη προς Αίγυπτο
(Πανώρια/Γύπαρης 13-16)
Ίδα μου ευγενικότατη, που 'σαι συνηθισμένη,
από χαιράμενους βοσκούς είσαι κατοικημένη,
σήμερο θα σε στερευτώ, κι εις τόπο θε να πάω,
όπου νερό δε βρίσκεται, ουδέ ψωμί να φάω
(Γαργανουράκης)
Έλα Χριστέ μου πως μ' αρέσουνε του Ψηλορείτη οι στράτες,
απού τσι πορπατούσανε στην κατοχή οι γι' αντάρτες
Στου Ψηλορείτη την κορφή το χιόνι δεν τελειώνει
Ώστε να λιώσει το παλιό καινούριο το πλακώνει.
Ο Δίας ήντονε βοσκός στ' ανωγειανό αόρι
Ήντονε και το σπίτι του μέσα στο Περαχώρι.
Περίληψη
Βλέπεις χιονίζει στον Ψηλορείτη
τα δέντρα γέρνουν και αγκομαχάν
και μεις κρυμένοι μέσα σε σπήλι
απ' τα φιλιά τα κορμιά μας λυγάν
Όξω βεντέτα, μας κυνηγάνε
για να δικάσουν τους εραστές
οι που κλεφτήκαν, τους ξεγελάσαν
με αποκριάτικες φορεσιές
Αυτα 'χουν όσοι μπαίνουν στα πάθη
δίχως την έγκριση των γονιών
μα στς αποκρές ειδ' άρμα να γράφει
σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός
Πριν κάποια χρόνια στο ίδιο κρύμμα
χώσαν αντάρτες τον Γερμανό
που στο Λι Φέρμορ είπε πως ήπιαν
από την ίδια βρύση νερό
Βλέπεις στο Σώρακτο πως χιονίζει
ειπ' ο Οράτιος στις Ωδές
και εμείς πιασμένοι στου Άρη το δίχτυ
κυνηγημένοι κατακτητές
Σβήσε το κρύο, φέρε ένα ξύλο,
ρίχτο στο τζάκι, βάλε φωτιά,
και κράτα θέση για το κορίτσι
με ένα ποτήρι στην αγκαλιά
που καμώνεται πως πεισματώνει.
Η αγγλική μετάφραση από εδώ. Η ελληνική από εκεί, τον λατινιστή Κωνσταντίνο Γρόλλιο, που ονομάζει τις μελιές, τα σταχτόδεντρα (ash-trees), όρνους· ή λατινίζει ή έτσι τα λεν στην Κέρκυρα μέσω ιταλικού orno, ornello· εξού και Ορνέλα, η Μελιά. (Στα ελληνικά όρνοι ή ορνιοί, εκ του αρσενικός, τα ρσενικά, αγριόσυκα)
ὔει μὲν ὀ Ζεῦς, ἐκ δ' ὀράνω μέγας Βρέχει ο Δίας και απ' τον ουρανό τρανή
χείμων, πεπάγαισιν δ' ὐδάτων ῤόαι ... κακοκαιρία, πάγωσαν των υδάτων οι ροές
‹ ἔνθεν › μέσα μείνε
‹ ›
κάββαλλε τὸν χείμων', ἐπὶ μὲν τίθεις κατάβαλε το κρύο, βάζοντας
πῦρ ἐν δὲ κέρναις οἶνον ἀφειδέως φωτιά, μίγωντας άφθονο κρασί
μέλιχρον, αὐτὰρ ἀμφὶ κόρσᾳ γλυκό, γλυκό, και στο κεφάλι απαλό
μόλθακον ἀμφι‹ › γνόφαλλον μαλακό μαξιλάρι
Forgive, Alcaeus, if I have borrowed rhyme, Σχώρα με Αλκαίε αν δανείστηκα τον στίχο σου
A Northern sleighbell fastened to Pegasus, Έλκηθρου καμπάνα βορινή δεμένη στον Πήγασο
To mark thy music by its tinkle, Να τονίζει τη μουσική σου με τον ήχο της
Hater of Myrsilus, bard of Lesbos Του τυράννου Μυρσίλου εχθρέ, της Λέσβου λυράρη
(Gildersleeve προλογίζοντάς την αλκαϊκού μέτρου διασκευή του)
Λέει το άρθρο, Όμηρος στον Ψηλορείτη, πως ακολούθησαν μετά τα λατινικά και ελληνικά. Ας εικάσουμε λοιπόν...
Ρ 593
καὶ τότ' ἄρα Κρονίδης ἕλετ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν μαρμαρέην,
Τότε λοιπόν του Κρόνου ο γιος πήρε την κρουσσωτή κι αστραφτερή αιγίδα του,
Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν, ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ' ἔκτυπε, τὴν δὲ τίναξε
με νέφαλα την Ίδα κατασκέπασε, άστραψε χτυποβρόντηξε, κουνώντας την,
νίκην δὲ Τρώεσσι δίδου, ἐφόβησε δ᾽ Ἀχαιούς.
νίκη στους Τρώες έδινε και τρόμαξε τους Έλληνες
...στσι Σύμμαχους τον γκενεράλη ήδινε, τρομάσοντας τον Άξονα...
και στο απαγώι, απαγώγιον/απαγωγείο, κρυψώνας, όπου δε θα 'χε αστικές ανέσεις
τ 335
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς:
κι αποκρινόμενος την είπε ο πολύστροφος Δυσσέας
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
« γυναίκα αξιοσέβαστη του Λάερτου Οδυσσέα
ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα
στα αλήθεια εγώ χλαμύδες και κουβέρτες πορφυρές
ἤχθεθ᾿, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα
σιχάθηκα, απόταν της Κρήτης τα χιονόσκεπα βουνά
νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
χωρίστηκα σε πλοίο μπαίνοντας μακρόκουπο
...απότ' Ευρώπης χιόνια αποχωρίστηκα,
σε πόλεμο άγριο μπαίνοντας μαυρόδιχτο...
ταχεία σβέση του μαγειρικού πυρός και εχέμυθη κάλυψη
(Ερωτόκριτος 246-250)
και με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω,
μην κάμουσιν αναλαμπήν, οπού τη λάμψη δίδει,
και φανερώσει το κρουφόν, οπού'ναι στο σκοτίδι·
κι ό,τι κι α' χώνω στα βαθιά, τόσες φορές και τόσες,
έμπει σε χίλια στόματα, έμπει σε χίλιες γλώσσες
Κατά την αναχώρηση από τον Ψηλορείτη προς Αίγυπτο
(Πανώρια/Γύπαρης 13-16)
Ίδα μου ευγενικότατη, που 'σαι συνηθισμένη,
από χαιράμενους βοσκούς είσαι κατοικημένη,
σήμερο θα σε στερευτώ, κι εις τόπο θε να πάω,
όπου νερό δε βρίσκεται, ουδέ ψωμί να φάω
(Γαργανουράκης)
Έλα Χριστέ μου πως μ' αρέσουνε του Ψηλορείτη οι στράτες,
απού τσι πορπατούσανε στην κατοχή οι γι' αντάρτες
Στου Ψηλορείτη την κορφή το χιόνι δεν τελειώνει
Ώστε να λιώσει το παλιό καινούριο το πλακώνει.
Ο Δίας ήντονε βοσκός στ' ανωγειανό αόρι
Ήντονε και το σπίτι του μέσα στο Περαχώρι.
Περίληψη
Βλέπεις χιονίζει στον Ψηλορείτη
τα δέντρα γέρνουν και αγκομαχάν
και μεις κρυμένοι μέσα σε σπήλι
απ' τα φιλιά τα κορμιά μας λυγάν
Όξω βεντέτα, μας κυνηγάνε
για να δικάσουν τους εραστές
οι που κλεφτήκαν, τους ξεγελάσαν
με αποκριάτικες φορεσιές
Αυτα 'χουν όσοι μπαίνουν στα πάθη
δίχως την έγκριση των γονιών
μα στς αποκρές ειδ' άρμα να γράφει
σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός
Πριν κάποια χρόνια στο ίδιο κρύμμα
χώσαν αντάρτες τον Γερμανό
που στο Λι Φέρμορ είπε πως ήπιαν
από την ίδια βρύση νερό
Βλέπεις στο Σώρακτο πως χιονίζει
ειπ' ο Οράτιος στις Ωδές
και εμείς πιασμένοι στου Άρη το δίχτυ
κυνηγημένοι κατακτητές
Σβήσε το κρύο, φέρε ένα ξύλο,
ρίχτο στο τζάκι, βάλε φωτιά,
και κράτα θέση για το κορίτσι
με ένα ποτήρι στην αγκαλιά
(A Cretan Place To Hide by Dodoulis) |