Euphrosyne tois eu phronousin anekei
Gleefulness belongs to the prudent thinkers
Joy abides with those who think right (κατοικεί με)
Η χαρά ανήκει στους συνετούς
και το αντίθετο
Τὸ εὖ φρονεῖν τοῖς εὔφροσιν ἀνήκει
Η σύνεση στους χαρωπούς ανήκει
Υπάρχουν ρητά που συνδέουν την φρόνηση με την ευτυχία, όπως απ' το τέλος στην Αντιγόνη του Σοφοκλή.
και το αντίθετο
Τὸ εὖ φρονεῖν τοῖς εὔφροσιν ἀνήκει
Η σύνεση στους χαρωπούς ανήκει
Λέξη των εορτών...και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε λαοί, ευφρόσυνο μήνυμα...(:-μπορεί όμως να γραφτεί και για γαμπρό που παίρνει κάποια Φρόσω, μία από τις τρείς Χάριτες, ανήκουσα πια σε συνετά, καλά χέρια ή στον ενικό προς αποφυγήν παρεξήγησης "Εὐφροσύνη τῷ εὖ φρονοῦντι ἀνήκει":-).
Υπάρχουν ρητά που συνδέουν την φρόνηση με την ευτυχία, όπως απ' το τέλος στην Αντιγόνη του Σοφοκλή.
πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιμονίας πρῶτον ὑπάρχει,
κατά πολύ η φρόνηση πρωταρχινά την ευτυχία
...αλλά δεν βρίσκω με τη χαρά· ίσως δεν ταιριάζει το στιγμιαίο με το μακροχρόνιο ή που η χαρά απαιτεί ανεμελιά και απουσία σκέψεων. Αδόκιμο πως η σύνεση οδηγεί στη χαρά, ενώ δημοφιλές να μελαγχολεί αυτός που σκέφτεται πολύ...εμείς κατηφείς; και οι αρχαίοι μας χαίρονταν σκεπτόμενοι και συνετιζόμενοι;-)
Όντως σε σχέση με μας ήταν πιο νοησιαρχικοί τύποι αλλά το γεγονός πως το "ευ φρονώ" έδωσε ευφρο(ν)σύνη οφείλεται και στη σημασιολογική έκταση του φρην-φρενός, που σημαίνει θωρακικό διάφραγμα και νου ή/και καρδιά, το όλο ψυχικό σύστημα. Έτσι μόνο του, δίχως συνθετικό, από τη μια σήμανε την φρόνηση, τον φρόνιμο, την φροντίδα και από την άλλη την υπερηφάνεια. (μεγαλόφρων ο φρονηματίας, φρονηματίζομαι στα νέα ελληνικά συνετίζομαι, στα αρχαία περηφανεύομαι, έχω υψηλό φρόνημα, ὁ Ἀχιλλεὺς ὁ θαυμαστός, τὸ φρόνος τῶν Ἑλλήνων (καύχημα), τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο, ὅσην ἔχει φρόνησιν!, το να γεννηθεί κανείς από καλής γενιάς πατέρα δίνει τόση περηφάνεια!). Και το ευ φρονώ σημαίνει κυρίως σκέφτομαι σωστά αλλά κατ' εξαίρεση μπορεί να δείξει και χαρά, φρονεῖς εὖ τοῖς ἠγγελμένοις, χαίρεσαι με τις ειδήσεις.
Αυτή η συναισθηματική διάσταση του φρονώ σήμανε το πρόφρων ως πρόθυμο και όχι ως prudent/provident, προορατικό/προνοητικό. Ενώ λοιπόν το νοώ είναι ένα καθαρό, επιστημονικό, μονοδιάστατο ρήμα, το φρονώ είναι κοινωνικό, πολύσημο, μιγαδικό, για να κλέψουμε ένα μαθηματικό όρο για τις λέξεις που δίνουν δύο ή περισσότερες έννοιες παράλληλες ή αντίθετες μεταξύ τους (πολυσημία). Ανάλογα με τα συμφραζόμενα πλάθεται και το νόημα.
Αυτή η συναισθηματική διάσταση του φρονώ σήμανε το πρόφρων ως πρόθυμο και όχι ως prudent/provident, προορατικό/προνοητικό. Ενώ λοιπόν το νοώ είναι ένα καθαρό, επιστημονικό, μονοδιάστατο ρήμα, το φρονώ είναι κοινωνικό, πολύσημο, μιγαδικό, για να κλέψουμε ένα μαθηματικό όρο για τις λέξεις που δίνουν δύο ή περισσότερες έννοιες παράλληλες ή αντίθετες μεταξύ τους (πολυσημία). Ανάλογα με τα συμφραζόμενα πλάθεται και το νόημα.
και κλείνω αυτήν την ενότητα με παράλληλα λογοπαίγνια
Φρόνησις φροντίδας εὔφρονας ποιεῖ
Η σύνεση τις μέριμνες ευχάριστες τις κάνει
Φρόνησις φρένας εὐφραίνει
Η σύνεση τα μυαλά χαροποιεί
Μετά τη χαρούμενη σύνεση, πάμε τώρα στο άλλο που ξεφρόνησα· προτείνεται ως επιγραφή για σοφιστικέ νυχτερινά μαγαζιά
Εὐφροσύνη Εὐφρονίδαις ἀνήκει
Η χαρά στους γιους της Νύχτας ανήκει
(1) από την ευφρόνη (ώρα), ευχάριστη ώρα, ευφημισμό για την κακή και σκοτεινή νυχτιά..όπου περπατεί ο ♫γιός της νύχτας, της αμαρτίας και της παρανομίας♫
επειδή τη νύχτα η σύνεση, ως επί το πλείστον, στους ανθρώπους καταφθάνει
σωστό και αυτό, πριν κοιμηθούμε γίνεται ο χτεσινός απολογισμός μαζί με τον αυριανό προγραμματισμό
σωστό και αυτό, πριν κοιμηθούμε γίνεται ο χτεσινός απολογισμός μαζί με τον αυριανό προγραμματισμό
(3) Κυριολεξία, η ώρα της νύχτας είναι όντως ευχάριστη, η χαρά ανήκει στους ξενύχτηδες και τους ρομαντικούς. Κατά τους Ορφικούς:
Οὐρανὸς Εὐφρονίδης, ὃς πρώτιστος βασίλευσεν,
Ουρανός ο γιός της Νύχτας που πρώτος εβασίλεψε
Πάμε μια φρονο-βόλτα τώρα
Ουρανός ο γιός της Νύχτας που πρώτος εβασίλεψε
Πάμε μια φρονο-βόλτα τώρα
φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς
οι γρήγοροι στη σκέψη κάνουν λάθη
(Οιδίπους Τύραννος)
κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ φρονεῖν δοκεῖν
μεγάλο κέρδος για τον συνετό να φαίνεται ανόητος
(Προμηθέας Δεσμώτης)
οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι πανταχοῦ
οι συνετοί επικρατούν παντού
(Αίαντας)
Παππία, βούλει δραμὼν εἰς τὴν ἀγορὰν κἆτ´ ἀγοράσαι μοι; Φράζε τί.
Ἰχθῦς φρονοῦντας, ὦ πάτερ· μή μοι βρέφη
-Μπαμπάκα, θέλεις να πας στην αγορά κάτι να μου αγοράσεις; -Πες το
-Ψάρια μεγάλα, πατέρα, μη μου πάρεις μαρίδες
(Δειπνοσοφιστές)
πυκινὰ (πυκνὰ) φρονῶν
(πυκνόσκεφτος, με πυκνές εγκεφαλικές συνάψεις) πανέξυπνος ή πανούργος
ὕστατος ἀρνειὸς μήλων ἔστειχε θύραζε,
στερνός κριγιός προβάτων επαρέλαζε προς πόρτα
λάχνῳ στεινόμενος καὶ ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι.
με το μαλλί στενόδετο και μένα τον παμπόνηρο
(Οδύσσεια ι445)
νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες,
ανόητοι αγροίκοι με εφήμερα μυαλά
(φ85)
ὑπὲρ τὴν πήραν φρονεῖν
έχω καταναλωτική, υπεραγοραστική νοοτροπία
σκέφτομαι τη μεγάλη ζωή που 'ναι πάνω απ' το πορτοφόλι μου
ὀλιγαρκῆ δὲ καὶ μέτριον χρὴ
εἶναι τὸν φιλοσοφοῦντα καὶ μηδὲν ὑπὲρ τὴν πήραν φρονεῖν.
(Τίμων)
παιδάριον εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαιϊκά
παιδί μικρό είσαι (άβγαλτο) και σκέφτεσαι παλαιϊκά
(Νεφέλες)
μεῖζον τοῦ δέοντος φρονήσαντες
πήραν τα μυαλά τους αέρα
(Ισοκράτης)
εἰσὶν δὲ ἐν ταύταις ταῖς πόλεσιν οὐ μόνον ἄνδρες ἐπὶ παιδεύσει μέγα φρονοῦντες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες
....για την παιδεία τους περήφανοι...
(Πρωταγόρας)
μέγα φρόνει!
think big!
σμικρὸν φρονοῦντες
με χαμηλό ηθικό
ἀγαθά, φίλα, ἀμείνω φρονῶν
με καλές διαθέσεις, φίλα διακείμενος
κρυπτάδια φρονεῖ/ὁ μὴ λέγων ἃ φρονεῖ/ἄλλα φρονεῖ καὶ ἄλλα λέγει
ο κρυψίνους
τὰ τοῦ Θεοῦ, τὰ τῆς σαρκὸς, τὰ τοῦ κόσμου, τὰ τῆς νυκτὸς, τὰ Περικλέους, τὰ Βενιζέλου, τὰ Βασιλέως φρονοῦντες
ἐφ' οἷς γὰρ μὴ φρονῶ σιγᾶν φιλῶ
για όσα δεν καταλαβαίνω να σιωπώ προτιμώ
(Οιδίπους Τύραννος)
σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων, ὁ μέτρια φρονῶν
(σώφρων, με σώας τας φρένας, σωστές/σωτήριες/ασφαλείς)
Σωφροσύνη / Sophrosyne = Μέτρον Άριστον
......
περίφρων, κατάφρων, ἔμφρων, ἐπίφρων, ἔκφρων, ἄφρων, παράφρων,
δύσφρων, σύμφρων, ὁμόφρων, φιλόφρων, βαθύφρων, βυσσόφρων
.....
φρένοθεν από το μυαλό μου
φρενόω, διδάσκω / πεφρενωμένος, μορφωμένος /φρένωσις, διδασκαλία /
φρενωτήριον τρόπος, μέσο διδασκαλίας, νουθετήσεως
φρενήρης μυαλωμένος, φρενοτέκτων (νοοκτίστης) σοφός,
φρενιτικός που πάσχει από φρενίτιδα, φρενητιάω
(όπως η δισήμαντη φρόν- είχε δίπλα της την αλαζονεία, έτσι και το φρεν- έχει την τρέλλα)
(που στας Ευρώπας έγινε phrenesis παράγουσα αγγλιστί τα frenzy και frantic)
φρεσσίλυτος για δέσιμο,
φρενώλης, φρενόπληκτος, φρενομανής, φρενοβλαβής, φρενόληπτος
φρενοτερπής χαρούμενος, εγκάρδιος
φρενολῃστής, φρενοκλόπος Ἔρως, ὅς φρεναπατᾷ, ο καρδιοπλάνος, καρδιοκλέφτης
και νεότερες λέξεις φρενώδης, φρενήρης, φρενοκομείο, φρενολογία (κρανιομετρία), σχιζοφρένεια
σύγχυση φρενών
οι γρήγοροι στη σκέψη κάνουν λάθη
(Οιδίπους Τύραννος)
κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ φρονεῖν δοκεῖν
μεγάλο κέρδος για τον συνετό να φαίνεται ανόητος
(Προμηθέας Δεσμώτης)
οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι πανταχοῦ
οι συνετοί επικρατούν παντού
(Αίαντας)
Παππία, βούλει δραμὼν εἰς τὴν ἀγορὰν κἆτ´ ἀγοράσαι μοι; Φράζε τί.
Ἰχθῦς φρονοῦντας, ὦ πάτερ· μή μοι βρέφη
-Μπαμπάκα, θέλεις να πας στην αγορά κάτι να μου αγοράσεις; -Πες το
-Ψάρια μεγάλα, πατέρα, μη μου πάρεις μαρίδες
(Δειπνοσοφιστές)
πυκινὰ (πυκνὰ) φρονῶν
(πυκνόσκεφτος, με πυκνές εγκεφαλικές συνάψεις) πανέξυπνος ή πανούργος
ὕστατος ἀρνειὸς μήλων ἔστειχε θύραζε,
στερνός κριγιός προβάτων επαρέλαζε προς πόρτα
λάχνῳ στεινόμενος καὶ ἐμοὶ πυκινὰ φρονέοντι.
με το μαλλί στενόδετο και μένα τον παμπόνηρο
(Οδύσσεια ι445)
νήπιοι ἀγροιῶται, ἐφημέρια φρονέοντες,
ανόητοι αγροίκοι με εφήμερα μυαλά
(φ85)
ὑπὲρ τὴν πήραν φρονεῖν
έχω καταναλωτική, υπεραγοραστική νοοτροπία
σκέφτομαι τη μεγάλη ζωή που 'ναι πάνω απ' το πορτοφόλι μου
ὀλιγαρκῆ δὲ καὶ μέτριον χρὴ
εἶναι τὸν φιλοσοφοῦντα καὶ μηδὲν ὑπὲρ τὴν πήραν φρονεῖν.
(Τίμων)
παιδάριον εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαιϊκά
παιδί μικρό είσαι (άβγαλτο) και σκέφτεσαι παλαιϊκά
(Νεφέλες)
μεῖζον τοῦ δέοντος φρονήσαντες
πήραν τα μυαλά τους αέρα
(Ισοκράτης)
εἰσὶν δὲ ἐν ταύταις ταῖς πόλεσιν οὐ μόνον ἄνδρες ἐπὶ παιδεύσει μέγα φρονοῦντες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες
....για την παιδεία τους περήφανοι...
(Πρωταγόρας)
μέγα φρόνει!
think big!
σμικρὸν φρονοῦντες
με χαμηλό ηθικό
ἀγαθά, φίλα, ἀμείνω φρονῶν
με καλές διαθέσεις, φίλα διακείμενος
κρυπτάδια φρονεῖ/ὁ μὴ λέγων ἃ φρονεῖ/ἄλλα φρονεῖ καὶ ἄλλα λέγει
ο κρυψίνους
τὰ τοῦ Θεοῦ, τὰ τῆς σαρκὸς, τὰ τοῦ κόσμου, τὰ τῆς νυκτὸς, τὰ Περικλέους, τὰ Βενιζέλου, τὰ Βασιλέως φρονοῦντες
ἐφ' οἷς γὰρ μὴ φρονῶ σιγᾶν φιλῶ
για όσα δεν καταλαβαίνω να σιωπώ προτιμώ
(Οιδίπους Τύραννος)
σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων, ὁ μέτρια φρονῶν
(σώφρων, με σώας τας φρένας, σωστές/σωτήριες/ασφαλείς)
Σωφροσύνη / Sophrosyne = Μέτρον Άριστον
......
περίφρων, κατάφρων, ἔμφρων, ἐπίφρων, ἔκφρων, ἄφρων, παράφρων,
δύσφρων, σύμφρων, ὁμόφρων, φιλόφρων, βαθύφρων, βυσσόφρων
.....
φρένοθεν από το μυαλό μου
φρενόω, διδάσκω / πεφρενωμένος, μορφωμένος /φρένωσις, διδασκαλία /
φρενωτήριον τρόπος, μέσο διδασκαλίας, νουθετήσεως
φρενήρης μυαλωμένος, φρενοτέκτων (νοοκτίστης) σοφός,
φρενιτικός που πάσχει από φρενίτιδα, φρενητιάω
(όπως η δισήμαντη φρόν- είχε δίπλα της την αλαζονεία, έτσι και το φρεν- έχει την τρέλλα)
(που στας Ευρώπας έγινε phrenesis παράγουσα αγγλιστί τα frenzy και frantic)
φρεσσίλυτος για δέσιμο,
φρενώλης, φρενόπληκτος, φρενομανής, φρενοβλαβής, φρενόληπτος
φρενοτερπής χαρούμενος, εγκάρδιος
φρενολῃστής, φρενοκλόπος Ἔρως, ὅς φρεναπατᾷ, ο καρδιοπλάνος, καρδιοκλέφτης
και νεότερες λέξεις φρενώδης, φρενήρης, φρενοκομείο, φρενολογία (κρανιομετρία), σχιζοφρένεια
σύγχυση φρενών