Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Ηι «τρομοκράτες», τα γενναία γύναια, που τρέμει κάθε Ρετζέπος Ανδρογάν


Female «terrorists» who scare Redjepo Androgan

J i n w a r,  a female-only village in North Syria

Jin, γυναίκα στα κουρδικά
ομόρριζη με το περσικό zan,
σλαβικό žena, το ελληνικό γυνή, το αρμενικό kin,
το φρυγικό κναικα, και το αγγλικό queen (βασίλισσα)
https://en.wiktionary.org/wiki/Reconstruction:Proto-Indo-European/gʷḗn

-war, -var κατάληξη στις ιρανικές και ινδικές γλώσσες,
π.χ. zorawar, ο δυνατός, ο ζοριλής, που έχει ζόρι.

Οπότε Jinwar/Γυνβάρ/Ζινβάρ είναι κάτι σαν γυναικωνίτης, γυναικοχώρι.

Η θεμέλιος λίθος του χωριού ευλογήθηκε την 25η Νοεμβρίου 2016,
ετήσια ημέρα κατά της βίας εις βάρος των γυναικών,
μετά την εκδίωξη από τη Βόρεια Συρία
των Νταέδων του Ισλαμικού Κράτους.

Το τριαντάσπιτο χωριό συγκροτήθηκε
 κυρίως από αράβισσες, κούρδισσες και γιεζιντίνες
χήρες του πολέμου και της εν γένει ανδρογενούς βίας.

Η ιδέα προήλθε εν μέρει 
από το Κενυάτικο γυναικοχώρι Umoja (Ουμότζια) «Ενότητα», (1990)
και από τον κουρδικό φεμινισμό του Αμπντουλάχ Οτσαλάν,
ή αλλιώς Jineology, Γυναιολογία.

Ισχυρή αντίθεση.

Η νεοελληνική γλώσσα να βρίζει τα γύναια,
και να έρχεται ένας Κούρδος
για να μας πει ότι υπάρχει επιστήμη
που ασχολείται με τα γύναια,
ικανή να αναπλάσει την κοινωνία.

Δεν ήταν πάντα έτσι.
https://lsj.gr/wiki/γύναιος
Το γύναιο προέρχεται από το επίθετο γύναιος/γυναία/γύναιον,
γυνακείος/γυναικεία/γυναικείο, κατά το κεφάλαιος/κεφαλαία/κεφάλαιον.
Ίδια πορεία. Γυνή και κεφαλή έδωσαν επίθετο,
και στη συνέχεια το ουδέτερό του
ξανάγινε ουσιαστικό
με νέα συγκεκριμένη σημασία,
που είναι στην περίπτωση του γύναιου,
είτε μια τρυφερή προσφώνηση (γυναικούλα μου),
είτε υποτιμητικό για αδύναμη ή άσεμνη γυναίκα (γυναικούλα),
είτε ισοδύναμο της λέξης γυναίκα,
«τὰ γύναια χαρᾶς ἔπλησε λέγων»
(τις γυναίκες με χαρά γέμισε λέγοντας)

Ανάλογα το κείμενο και το νόημα.
Ενώ στα νέα ελληνικά, και δίχως κείμενο
ο αναγνώστης ξέρει ότι γύναιο 
σημαίνει...τα χειρότερα,
σε σημείο που να λένε
δεν μου αρέσει η λέξη γυναικοκτονία,
γιατί θυμίζει το γύναιο.
Στο χέρι σου είναι να το αλλάξεις.

(Η αλλαγή χρήσης, από πολυσήμαντη σε μονοσήμαντη,
 πρέπει να έγινε με την εισαγωγή της καθαρεύουσας
και την αυγή του φεμινιστικού κινήματος.
«Προσπαθούσε, μάλλον, να προφυλαχτεί 
η ανδρογανική παράδοση από γυναιολογίες»)

Το 1946 γράφει σε τίτλο θεατρικού ο Σαρτρ
La putain respectueuse
Η σεβαστή ποyτάνα

και εμείς στα επόμενα χρόνια 
μεταφράζουμε κατά σειρά

Το ευλαβικό γύναιο (1948)
Αξιοπρεπής πόρνη
Η πόρνη που σέβεται
Αξιοσέβαστη πόρνη


Αναζητώντας αντίστοιχα του γύναιου 
σε άλλες γλώσσες,
ρώτησα στα Υπογλώσσια,
και ανέφεραν προς το παρόν τα παρακάτω
https://www.facebook.com/groups/157778681507045/permalink/444189259532651/


συγγενικά με το αγγλικό wife, σύζυγο
είναι τα υποτιμητικά
 wijf, (βέιφ, ολλανδικά)
και Weib (βάιμπ, γερμανικά)
όπου την εποχή του Μότσαρτ, όμως, σήμαινε απλώς γυναίκα/σύζυγο
https://en.wiktionary.org/wiki/Weib#German

Η κύρια λέξη, βέβαια, για τη γυναίκα σε αυτές τις γλώσσες 
είναι Φράου, γερμανικά Frau, ολλανδικά vrouw.

Το ιταλικό donnacia μπορεί να περιέχει την κύρια λέξη,
αλλά η κατάληξη -accia σημαίνει πάντα κάτι άξιο υποτίμησης.

Δεν υπάρχει, μέχρι στιγμής, κάτι τόσο ρατσιστικό,
όσο το νεοελληνικό γύναιο.
Εκεί πρέπει να πρωτεύουμε.

 Το αντίστοιχο μισανδρικό θα ήταν
το ουδέτερο του ανδρείος
να γίνει ουσιαστικό.
Και εκεί που έλεγαν «αντρείο μου γλυκό»,
«ήρθαν μερικά αντρεία μα δεν τους έκοβε»,
«πόσα αντρεία και πόσες γυναίκες είναι στην αίθουσα;;»
αποφασίζει η κυβερνώσα αντίληψη ότι από τούδε  
ανεξαρτήτως κειμένου
αντρείο ίσον κάτι σαν κόπανος,
δεμένο με όλα τα αρνητικά αρσενικά στερεότυπα.


Επίλογος με ένα κομμάτι
από τη Σταχομαζώχτρα
του Παπαδιαμάντη,
όπου τα «γύναια» σημαίνουν απλώς γυναίκες,
«καραβωμένη» είναι το θηλυκό που δεν ντρέπεται
να ταξιδέψει σε πλεούμενο, με άντρες ναυτικούς, για να βρει δουλειά
σε απέναντι γη, και «φουστάνες» είναι μειωτική προσφώνηση
για τα ρούχα τους από ντόπιους προς τις ξένες εργάτριες
που ήρθαν να δουλέψουν στον τόπο τους.
(και σκωμματομαζώχτρα)


Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεία-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾿ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾿ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾿ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾿ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾿στάνες! μᾶς ᾖρθαν πάλιν οἱ φ᾿στάνες!» Ἀλλ᾿ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλούσιας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τεσσάρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾿ ἐαυτὴν καὶ διὰ τὰ δυὸ ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου