Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Οσσιάνου Νυκτωδία (βάρδος πρώτος)


Το ποίημα της Νύχτας του πρώτου από τους έξι βάρδους στο σπίτι ποιητή και αρχηγού κέλτικης φυλής στη βόρεια Σκωτία. Συγγραφέας ο σκωτσέζος James Macpherson (1736-1796) που υποστήριζε ότι τα είχε συλλέξει και μεταφράσει στα αγγλικά από κάποιον Ossian, αρχαίο κέλτη ποιητή του 3ου αιώνα. Λόγω της επίδρασης που άσκησε ο Όσσιαν στο κίνημα του Ρομαντισμού, φτάνοντας στο σημείο να συγκρίνεται με τον Όμηρο, θεωρείται από τις πιο επιτυχημένες πλαστογραφίες, fakelore/ψευδοφολκλόρ, στην ιστορία της λογοτεχνίας. (Εκτός από αγγλικά και ελληνικά παραθέτω επίσης την ιταλική λόγω Τυπάλδου, από εκεί μετέφραζε, και τη γερμανική λόγω μελοποίησης από τον Σούμπερτ)


NIGHT is dull and dark. The clouds rest on the hills.
No star with green trembling beam; no moon looks from the sky.
I hear the blast in the wood; but I hear it distant far.
The stream of the valley murmurs; but its murmur is sullen and sad.
From the tree at the grave of the dead the long-howling owl is heard.
 I see a dim form on the plain!—It is a ghost!—it fades—it flies.
Some funeral shall pass this way: the meteor marks the path.
The distant dog is howling from the hut of the hill.
The stag lies on the mountain moss: the hind is at his side.
She hears the wind in his branchy horns. She starts, but lies again.
The roe is in the cleft of the rock; the heath-cock's head is beneath his wing.
No beast, no bird is abroad, but the owl and the howling fox.
She on a leafless tree: he in a cloud on the hill. Dark, panting, trembling, sad the traveller has lost his way. Through shrubs, through thorns, he goes, along the gurgling rill. He fears the rock and the fen.
He fears the ghost of night. The old tree groans to the blast; 
the falling branch resounds.
The wind drives the withered bursclung together, along the grass.
It is the light tread of a ghost!—He trembles amidst the night.
Dark, dusky, howling is night, cloudy, windy, and full of ghosts!
The dead are abroad! my friends, receive me from the night.



~~~

Ιούλιος  Τυπάλδος (1814-1883) Κεφαλονιά. (Έκδοση το 1915)

Μαύρη είναι η νύχτα ολόμαυρη, κατάχνια κατεβαίνει
μέσ' στο σκοτάδι τ' ουρανού έν' άστρο δεν προβαίνει·
είναι στη λίμνη ταραχή, θολούρα και φοβέρα,
να βόγγει ακούω μέσ' στα κλαδιά του λόγγου τον αέρα.
Μακριά μακριά σαν θλιβερό παράπονο γρικιέται
ο χείμαρρος, που απ' του βουνού την κορυφή πετιέται·
από το δένδρο που έρημο, μνήμα έρημο φυλάει
της νύχτας τ' άχαρο πουλί, βαριά μοιρολογάει.
Για ιδές το τι σηκώνεται πέρα απ' το περιγιάλι·
είναι στοιχειό, σειέται, πετά, ξαναγυρίζει πάλι.
Μέσα στη νύχτα θα διαβεί απόψε πεθαμένος,
ακούς τον σκύλο που αλυχτά στον λόγγο τρομαγμένος;
Τρέμει τ' αλάφι στο βουνό και το κεφάλι γέρνει,
που κρύος αέρας και βροχή ακόπιαστα το δέρνει.
Στου βράχου τη χαραματιά η αγριόγιδα φωλιάζει,
το κεφαλάκι το πουλί, με τα φτερά σκεπάζει
και το θεριό τ' αημέρωτο μέσ' στη σπηλιά τραβιέται
πάλι της νύχτας το πουλί, το άχαρο γρικιέται,
να σκούζει αργά, λυπητερά, εις την ετιά αποκάτου
και ο λύκος ν' αποκρένεται, με βογγητό θανάτου.
Δέρνει η λαχτάρα την ψυχή του δύστυχου διαβάτη,
που μάταια μέσ' στη σκοτεινιά ζητάει το μονοπάτι·
βάλτος δω, γκρεμνός εκεί, αντίκρυ βράχοι αράδα,
τρέμει τες πέτρες, τες σπηλιές, της νύχτας τη μαυράδα.
Αγανακτώντας, τρέμοντας δεξιά ζερβιά κινάει,
βλέπει ένα αυλάκι, προς αυτό σπουδαχτικά τραβάει.
Τα δένδρα ξεριζώνονται και ροβολούν οι βράχοι,
ο αέρας παίρνει τα κλαδιά απ' του βουνού τη ράχη·
έν' άγριο φάντασμα θεριού, που αντίκρυ μεγαλώνει
και μέσ' στο στήθος μου η καρδιά ακίνητη παγώνει.
Νύχτα γεμάτη τρικυμιά και ταραχές και αντάρες,
κρυφές κραυγές γυρίζουνε και ανήκουστες τρομάρες.
Πετούν οι ίσκιοι των νεκρών στο λόγγο όπου περάσω,
την κατοικιά σου, αδέλφι μου, άνοιξε να ησυχάσω.

~~~

Melchiore Cesarotti (1730 -1808) Padova

Trista è la notte, tenebria s'aduna,
Θλιμμέν' ειν' η νύχτα, σκοτεινιά μαζεύεται
Tingesi il cielo di color di morte:
βάφεται ο ουρανός από χρώμα θανάτου
Qui non si vede né stella, né Luna,
εδώ δεν βλέπει ούτ' άστρο, ούτε φεγγάρι
Che metta il capo fuor dalle sue porte.
όποιος στήνει το κεφάλι πέρα από τις πόρτες του

Θολή ειν' η λίμνη, και απειλεί καταιγίδα,
Odo il vento nel bosco a ruggir forte.
Ακούω τον άνεμο στο δάσος να βρυχά δυνατά
Giù dalla balza va scorrendo il rio
κάτω από τα βράχια περνά το ποτάμι
Con roco lamentevol mormorio.
με τραχύ θρηνώδες μουρμουρητό
Su quell' alber colà, sopra quel tufo,
Σε κείνο το δεντρό εκεί, πάνω απ' τον τόφο
Che copre quella pietra sepolcrale,
που σκεπάζει την επιτύμβια πέτρα
Il lungo-urlante ed inamabil gufo
ειν' ο μακρόμουγκρος κι ανέραστος μπούφος.
L'aer funesta col canto ferale.
Ο αέρας ζοφερός με τραγούδι πένθιμο
Ve' ve': Δες, δες
Fosca forma la piaggia adombra:
Μαύρη μορφή την πλαγιά σκεπάζει
Quella è un'ombra:
Αυτή είναι μια σκιά
Striscia, sibila, vola via.
Στριγγά, σφυρίζει, πετάγεται πέρα
Per questa via
Από αυτό τον δρόμο
Tosto passar dovrà persona morta:
Μεμιάς θα πρέπει να περάσει πρόσωπο νεκρό
Quella meteora de' suoi passi è scorta.
Αυτό το πεφταστέρι από τα βήματά του είναι ακολουθημένο
Il can dalla capanna ulula e freme,
το σκυλί απ' την καλύβα γαυγίζει και τρέμει
Il cervo geme sul musco del monte,
το ελάφι βογγάει στα βρύα του βουνού
L'arborea fronte, il vento gli percote;
Το δέντρο μπροστά, ο αέρας το χτυπά
Spesso ei si scuote e si ricorca spesso.
παχύ και κουνιέται και ξαπλώνει παχύ
Entro d'un fesso il cavriol s'acquatta,
Μεταξύ μιας σχισμής το ζαρκάδι σκύβει
Tra l'ale appiatta il francolin la testa.
Ανάμεσα στις φτερούγες κρύβει ο φραγκολίνος το κεφάλι
Teme tempesta  ogni uccello, ogni belva;
Φοβάται καταιγίδα κάθε πουλί, κάθε θηρίο
Ciascun s'inselva e sbucar non ardisce;
ο καθείς στο δάσος τρυπώνει, να ξεμυτίσει δεν τολμά
Solo stridisce - entro una nube ascoso
Μόνος στριγγά σε ομίχλη κρυμμένος
Gufo odioso;
ο μισητός μπούφος
E la volpe colà da quella pianta
κι η αλεπού εκεί σε κείνο το δέντρο
γυμνό από φύλλα
Con orrid' urli a' suoi strilli risponde.
με φοβερά ουρλιαχτά στις στριγγιές του απαντά
Palpitante, ansante, tremante
τρεμάμενος, ξέπνοος, έμφοβος
ο ταξιδιώτης
Va per sterpi, per bronchi, per spine
διαβαίνει κούτσουρα, κλαδιά, αγκάθια
Per rovine, συντρίμια
Che ha smarrito il suo cammin.
που 'χει χάσει τον δρόμο του
Palude di qua,
Βάλτος εδώ
Dirupi di là,
γκρεμνά από κει
Teme i sassi, teme le grotte,
φοβάται τις πέτρες, φοβάται τις σπηλιές
Teme l'ombre della notte;
φοβάται τις σκιές της νύχτας
Lungo il ruscello incespicando,
μακρύ το ρυάκι παραπατώντας
Brancolando
ψηλαφώντας
Ei strascina l'incerto suo piè.
και σέρνει το αβέβαιο πόδι του
Fiaccasi or questa or quella pianta,
Κουράζεται πότε πότε κολλάει,
Il sasso rotola, il ramo si schianta
η πέτρα κυλά, το κλαδί σπάει
L'aride lappole strascica il vento.
Οι ξερές κολιτσίδες κλουθούν του ανέμου
Ecco un'ombra, la veggo, la sento;
Νά μια σκιά, την θωρώ, την νιώθω
Trema di tutto, né sa di che.
Τρέμει για όλα, μα δεν ξέρει γιατί
Notte pregna di nembi e di venti,
Νύχτα φουσκωμένη νέφαλα και ανέμους
Notte gravida d'urli e spaventi!
Νύχτα γκαστρωμένη ουρλιαχτά και τρόμους
L'ombre mi volano a fronte e a tergo:
Οι σκιές μου πετάγονται μπρος και πίσω
Aprimi, amico, il tuo notturno albergo.
Άνοιξέ μου, φίλε, τον νυχτικό σου ξενώνα (να μπω)

~~~

Edmund von Harold (1737-1808)

Die Nacht ist dumpfig und finster.
Η νύχτα είναι υγρή και σκοτεινή
An den Hügeln ruhn die Wolken.
στους λόφους ησυχάζουν τα σύννεφα
Kein Stern mit grünzitterndem Schimmer;
Κανέν' αστέρι με πρασινότρομη λάμψη
kein Mondstrahl erhellet das Thal.
καμμιά φεγγαροβολή δεν φωτάει την κοιλάδα
Im Walde hör' ich den Hauch;
Στο δάσος ακούω ανάσα
aber hör' ihn weit in der Ferne.
αλλά από μακριά σε απόσταση
Der Strom des Bergs erbraust;
Ο χείμαρρος του βουνού βρυχάται
aber sein Brausen ist stürmisch und trüb.
μα το άφρισμά του ορμώδες ειν' και θλιμμένο
Vom Baum beim Grabe der Todten,
Από το δέντρο στον τάφο των νεκρών
tönt der Eule klagender Sang.
ηχεί της κουκουβάγιας παράπονο άσμα
Auf der Heide erblick'ich einen dämmernden Schatten,
Στον ερεικώνα βλέπω μιαν απαυγάζουσα σκιά
es ist ein Geist,
είναι ένα πνεύμα
er schwindet, er flieht!
σβήνει, φεύγει!
Durch diesen Weg wird eine Leiche getragen,
Από αυτόν τον δρόμο θα μεταφερθεί ένα πτώμα
ihren Pfad bezeichnet das Luftbild.
το μονοπάτι του ορίζει η μορφή του ανέμου
Die fernere Dogge heult von der Hütte des Hügels,
Τα απόμακρα μαντρόσκυλα ουρλιάζουν απ' την καλύβα του λόφου
der Hirsch liegt im Moose des Tannigs,
το ελάφι στέκει στα βρύα του ελάτου
neben ihm ruht die Hündin,
δίπλα του ξεκουράζεται η σκύλα
in seinem astigen Geweihe hört sie den Wind,
στα κλαδωτά του κέρατα ακούει αυτή τον αγέρα
fährt auf und legt sich zur Ruhe wieder nieder.
σηκώνεται και καθίζει να ξαποστάσει ξανά κάτω

Düster und keuchend, zitternd und traurig,
Σκυθρωπός και ξέπνοος, τρομαγμένος, θλιμμένος
verlor der Wanderer den Weg,
έχασε ο ταξιδιώτης τον δρόμο
er irrt durch Gebüsche, durch Dornen längs
μπερδεύτηκε στους θάμνους, και στα αγκάθια κατά μήκος
der sprudelnden Quelle.
της φουσκωμένης πηγής
Er fürchtet die Klippe und den Sumpf,
Φοβάται τον γκρεμό και τον βάλτο
er fürchtet den Geist der Nacht.
φοβάται το πνεύμα της νύχτας
Der alte Baum ächzt zu dem Windstoß,
Το γέρικο δέντρο στενάζει στην ορμή του ανέμου
es kracht der fallende Ast.
πεφτοβροντά το κλαδί
Die verwelkte, zum Knäuen verworrene Klette,
Την μαραμένη, απ' τα δαγκώματα ανακατωμένη κολιτσίδα
treibt der Wind über das Gras.
σέρνει ο αγέρας πάνω απ' τα χόρτα
Es ist der leichte Tritt eines Geist's,
έν' αλαφροπάτημα φαντάσματος
er bebt durch die Schauer der Nacht.
κουνιέται στις βροχερές ανατριχίλες της νύχτας

Die Nacht ist düster, dunkel, und graunvoll,
Η νύχτα ειν' σκυθρωπή, σκοτεινή, και φρικτή,
wolkig, stürmisch zu eigen den Geistern.
συννεφιασμένη, θυελλώδης, ανήκει στα φαντάσματα.
Die Todten streifen umher.
Οι νεκροί τριγυρνούν
Empfangt mich von der Nacht, meine Freunde.
Δεχτείτε με απ' τη νύχτα, φίλοι μου.

15 σχόλια:

  1. Βαρύ καί σκοτεινό- ασήκωτος ρομαντισμός· έχει ξημερώσει καί ενας κατασυννεφιασμένος, νοεμβριάτικος ουρανός...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έξωθεν-έσωθεν συντονισμός,
    και μετά την καταιγίδα καταδίωξης,
    απόμακρη γαλήνη εμψυχεί την ησυχία.

    Fourth Bard.

    Night is calm and fair;
    blue, starry, settled is night.
    The winds, with the clouds, are gone:
    They sink behind the hill.
    The moon is up on the mountain.
    Trees glister, streams shine on the rock.
    Bright rolls the settled lake;
    bright the stream of the vale.

    I see the trees overturned;
    the shocks of corn on the plain.
    The wakeful hind rebuilds the shocks,
    and whistles on the distant field.

    Calm, settled, fair is night!
    Who comes from the place of the dead?
    That form with the robe of snow,
    white arms, and dark-brown hair!
    It is the daughter of the chief of the people:
    she that lately fell!
    Come, let us view thee, o maid!
    Thou that hast been the delight of heroes!
    The blast drives the phantom away;
    white, without form, it ascends the hill.

    The breezes drive the blue mist,
    slowly, over the narrow vale.
    It rises on the hill,
    and joins its head to heaven.
    Night is settled, calm, blue,
    starry, bright with the moon.
    Receive me not, my friends,
    for lovely is the night.

    (Μετάφραση Ιουλίου Τυπάλδου)

    Τέταρτος βάρδος

    Για ιδες τι νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά τ' αστέρια,
    Σαν άσπρα περιστέρια τα σύγνεφα πετούν.
    Γλυκά φυσούν οι άνεμοι και το λαμπρό φεγγάρι
    Στης λίμνης καθρεφτίζεται τα ολόστρωτα νερά.
    Για ιδές τι νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά τ' αστέρια,
    Σαν άσπρα περιστέρια τα σύγνεφα πετούν.
    Θωρώ τα δένδρα σύρριζα στο χώμα πεταμένα,
    Τα στάχια σωριασμένα οι άνεμοι κινούν.
    Φτάνει ο βοσκός ολόχαρος με γρήγορο ποδάρι,
    Σκύφτει μαζώνει ολόγυρα τα στάχια, τα κλαδιά.
    Ποια είναι τούτη πούρχεται τον θάνατο νικώντας,
    Σιγά σιγά πετώντας σαν ζέφυρος τσ' αυγής;
    Σαν χιόνι έχει το φόρεμα, ολόασπρα τα χέρια,
    Όλο δροσιά το πρόσωπο και μαύρα τα μαλλιά.
    Η κόρη είναι που εσβύστηκε σαν το στερνό τραγούδι,
    Σαν τρυφερό λουλούδι το στόλισμα της γης.
    Σίμωσε, κόρη, σίμωσε να ιδώ την ωμορφιά σου·
    Φυσάει τ' αέρι και άφαντη εγίνηκε με μιας.
    Ένα καθάριο σύγνεφο ψηλά ψηλά ανεβάζει
    Τ' αέρι και σκεπάζει την ουρανοφεγγιά.
    Και πλέον λαμπρά προβαίνουσι εκείθενε τ' αστέρια
    Ο ουρανός λαμπρότερος η νύχτα πλέον γλυκιά.
    Για ιδές τι νύχτα ολόχαρη· λάμπουν ψηλά τ' αστέρια,
    Σαν άσπρα περιστέρια τα σύγνεφα πετούν.
    Απ' την αυγή ωμορφότερη η νύχτα βασιλεύει.
    Μην καρτερείτε, αδέλφια μου, και δεν γυρίζω πλιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ
    ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

    Γλυκύτατη φωνή βγάν' η κιθάρα,
    και σε τούτη την άφραστη αρμονία
    της καρδιάς μου αποκρίνεται η λαχτάρα.
    Γλυκέ φίλε, είσαι συ, που με τη θεία
    έκσταση του Οσσιάνου, εις τ' ακρογιάλι,
    της νυχτός εμψυχείς την ησυχία.
    Κάθισε για να πούμε ύμνον στα κάλλη
    της Σελήνης. Αυτήν εσυνηθούσε
    ο τυφλός ποιητής συχνά να ψάλλει.
    Μου φαίνεται τον βλέπω που ακουμβούσε
    σε μίαν ετιά, και το φεγγάρι ωστόσο
    στα γένια τα ιερά λαμποκοπούσε.
    Απ' τον Σκοπό, νά το, προβαίνει. ω πόσο
    συ τη νύχτα τερπνά παρηγορίζεις!
    Ύμνον παθητικό θέ να σου υψώσω,
    παθητικό σα εσένα, όταν λαμπίζεις
    στρογγυλό, μεσουράνιο, και το φως σου
    σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις

    1. Ο "τυφλός ποιητής" εδώ είναι οπωσδήποτε ο Όσσιαν, αφού άλλωστε ο Όμηρος δεν εσυνήθιζε να ψάλλει ύμνους προς τη σελήνη.

      Νάσος Βαγενάς, "Σολωμός και Όσσιαν" Παρνασσός 8 (1966)
      http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/education/european/poetry/ossian/17.html

      Διαγραφή
    2. το λένε και έξω Ossian, a blind bard "τυφλωμένος από τον Όμηρο"

      Διαγραφή
  4. Σε χαρακτηρίζει απόλυτα η φράση "η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού".

    Χρόνια πολλά και καλά, Μιχάλη. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. κι από μένα χρόνια πολλά Μιχάλη :)

    μέ πρόλαβες στο παραπάνω σου σχόλιο - αρχικά ήθελα να σού πω πόσο η μετάφραση Τυπάλδου μού θύμισε Σολωμό -

    και (πιο αρχικά ακόμα) ήθελα να σού πω ένα "αχ, τι καλά που έβαλες αυτόν τον μυστήριο όσσιαν που μ' είχε βασανίσει τόσο κάποτε διότι στ' αγγλικά αναφέρεται συνεχώς κι από πολλούς, και δεν μπορούσα ποτέ να καταλάβω ποιος είναι"...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. @τυφλόμυγα θæŋk ju :)

    μερικά ανδροειδή σωψυχούν,
    επετείους και γιορτές κσεχνούν :)
    http://www.nomorepanic.co.uk

    @χάρη

    ευχαριστώ :)
    γράφει ο Γιώργος Κεντρωτής

    Ο Σολωμός είχε γνωρίσει το ποιητικό κατόρθωμα του Όσσιαν,
    ήδη από τα χρόνια που έμεινε στην Ιταλία, μέσα από τη μετάφραση του Καισαρώττη, ήτοι του αββά, (abate) Melchiore Cesarotti.
    Καθόλου τυχαίο δεν είναι, άλλωστε, το ότι ο Ιούλιος Τυπάλδος, «μαθητής» πιστός του Σολωμού, μετάφρασε τις Δύο νύχτες του Όσσιαν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Η πιο χαρακτηριστική ρομαντική αποδοχή του νυκτερινού πνεύματος του Όσσιαν από τον εικοσιπεντάρη Γκαίτε το 1774

    Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου,
    μτφ. Στέλλα Νικολούδη, εκδ. Άγρα


    Ο Όσσιαν παραμέρισε τον Όμηρο μέσα στην καρδιά μου. Τι κόσμος είναι αυτός στον οποίο με οδηγεί το υπέροχο τούτο πνεύμα! Να πορεύεσαι μέσα στα ρείκια, ενώ σφυρίζει γύρω σου η ανεμοθύελλα, που οδηγεί μέσα από ατμούς και ομίχλες τα πνεύματα των προγόνων στο θαμπό φως του φεγγαριού. Ν' ακούς να 'ρχονται απ' το βουνό, μέσα στο ρόχθο του χειμάρρου του δάσους, μισοσβησμένοι από τον άνεμο, οι στεναγμοί των πνευμάτων που κατοικούν στις σπηλιές τους και οι κραυγές της κόρης που θρηνεί μέχρι θανάτου γύρω απ' τις τέσσερις χορταριασμένες πέτρες κάτω από τις οποίες κείται, ευγενώς πεσών, ο αγαπημένος της. Όταν στη συνέχεια τον βρίσκω, τον γκριζομάλλη περιπλανώμενο βάρδο, που αναζητεί τα ίχνη των προγόνων του στην απέραντη στέπα κι αλίμονο βρίσκει μόνο τους τάφους τους και ύστερα κοιτάζει κλαίγοντας το προσφιλές άστρο της εσπέρας, που κρύβεται στην τρικυμισμένη θάλασσα, και οι παρελθόντες χρόνοι ζωντανεύουν στην ψυχή του ήρωα, όταν ακόμη η φιλική αχτίδα του επεσήμαινε τον κίνδυνο στους γενναίους και το φεγγάρι φώτιζε με τη λάμψη του το στεφανωμένο πλοίο τους που επέστρεφε νικηφόρο. Όταν διαβάζω στο μέτωπό του τη βαθιά θλίψη, όταν βλέπω τον τελευταίο μεγαλοπρεπή να έχει μείνει μόνος και να προχωρεί τρικλίζοντας και κατάκοπος προς τον τάφο και να αντλεί συνεχώς νέες, οδυνηρά φλεγόμενες χαρές από την αδύναμη παρουσία των σκιών των νεκρών του, και να κοιτάζει την κρύα γη και το ψηλό χορτάρι αναφωνώντας : «O ταξιδιώτης θα 'ρθει, θα 'ρθει εκείνος που με γνώρισε μέσα στην ομορφιά μου και θα ρωτήσει : "Πού είναι ο τραγουδιστής, ο άξιος γιος του Φίνγκαλ;" Το πόδι του θα περάσει πάνω απ' τον τάφο μου και μάταια θα μ' αναζητήσει πάνω στη γη».- Τότε, ω φίλε μου, θα 'θελα, όμοια με ευγενή υπασπιστή, να τραβήξω το σπαθί, να ελευθερώσω μεμιάς τον πρίγκιπά μου από το σπαρακτικό μαρτύριο ενός αργού θανάτου και ν' αφήσω την ψυχή μου ν' ακολουθήσει αυτόν τον απελευθερωμένο ημίθεο.

    Ossian has superseded Homer in my heart


    Ossian hat in meinem Herzen den Homer verdrängt

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. ναι, τέτοιες αναφορές εννοούσα κι εγώ, ακριβώς
    (και είναι πλήθος ε ; (ιδίως στ' αγγλικά))



    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ο οσσιανισμός έφτασε στο βασίλειο της Ελλάδας το 1860 και εξέπνευσε το 1910· περισσότερα από την Πύλη:

    ...Δάνται δεινοί κ' υψίνοες Πετράρχαι ποτέ κείνοι
    κ' Όσσιαν Καληδόνιος οπίσω να μη μείνη...


    (Η κρίσις του Πάριδος, ποίημα Μυθολογικόν, Ερωτικόν και Ηθικόν Δημητρίου Γουζέλη του εκ Ζακύνθου. Εν Τεργέστη 1817, σσ. 280 και 286). Σε υποσημείωσι ο Γουζέλης γράφει: "ΟΣΣΙΑΝ φοβερός παλαιός ποιητής εκ Κελτών. Τα ποιήματά του ευρέθησαν προ ολίγου και μεταφράσθησαν εις τον πεζόν αγγλιστί παρά Ιακώβου Μάκπερσον, και μετέπειτα εις θαυμασίους ιταλικούς στίχους παρά του Αββά Μελκίωρος Κεσσαρότου του αρίστου μεταφραστού του Ομήρου. Ζήτει le poesie di Ossian".

    ...

    Το 1862 Θα χρειαστεί ένας Επτανήσιος για να κάνει αισθητή την παρουσία του Όσσιαν στη ρομαντική Αθήνα. Έτσι ο Παναγιώτης Πανάς, ο συμπαθής αλλά άτυχος Κεφαλονίτης λόγιος, δίνει στη δημοσιότητα τις μεταφράσεις του δύο μεγάλων ποιημάτων του Όσσιαν, της Dar-thula και του Lathmon. Ο Πανάς προτάσσει έναν πρόλογο, όπου αναφέρεται, σύντομα αλλά κατατοπιστικά, στον Όσσιαν και το οσσιανικό ζήτημα. Για τη μετάφρασή του λέει πως ήταν καρπός της επιθυμίας του να κάνει γνωστό στους Έλληνες, "οι οποίοι και αυτό το όνομα Οσσιάνος αγνοούνε", το έργο του ραψωδού. Ακριβολογεί λέγοντας πως οι Έλληνες, κι ανάμεσα σ' αυτούς και το αναγνωστικό κοινό των Επτανησίων, αγνοούν το όνομα του Όσσιαν. Τα ποιήματα του Σολωμού και οι διασκευές του Τυπάλδου παρέμεναν ανέκδοτα.
    ....
    Οι Αθηναίοι ρομαντικοί τον δέχονται με ενδιαφέρον, που μεταβάλλεται σε θαυμασμό. Όμως είναι πια πολύ αργά. Ο ελληνικός ρομαντισμός βρίσκεται στα πρόθυρα του τέλους του κι έτσι ο Όσσιαν δεν έχει τίποτε να του προσφέρει. Από την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα το όνομα του Όσσιαν αρχίζει να λησμονείται.

    Nάσος Βαγενάς, Ο Όσσιαν στην Ελλάδα, Αθήνα 1967
    http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/education/european/poetry/ossian/02.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Αυτά τα ενδιαφέροντα καί φορτωμένα πληροφορίες σχόλια, μήπως θα άξιζε να λάβουν θέση στην... πρόσοψη;
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. συμφωνώ με dodo για τα εκτενή σχόλιά σου Μιχάλη : στην πρόσοψη, στην πρόσοψη! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. :-) Ο γούγλης βλέπει και τα σχόλια που προέκυψαν από εσάς, πρέπει να αλλάξω και τον συγκεκριμένο τίτλο. Εισαγωγή για του Ξωβασιλιά τη νυχτιά που αργά πατέρας ιππεύει

    ΑπάντησηΔιαγραφή